Ταῦτα λέγων ὁ Ἅγιος, εἶδε τοὺς στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι, εἶχον πιστεύσει, συνηθροισμένους εἰς ἕνα τόπον καὶ προσέχοντας. Ἐφώναξε τότε πρὸς αὐτούς· «Δεῦτε, τέκνα, ἀκούσατέ μου, φόβον Κυρίου διδάξω ὑμᾶς» (Ψαλμ. λγ’ 12). Ὅθεν οἱ στρατιῶται ἔρριψαν τὰ ὅπλα καὶ τὰς στολὰς αὐτῶν καί, προσπίπτοντες, ἠσπάζοντο τὸν Ἅγιον, λέγοντες· «Χαῖρε φωστήρ, ὅστις μᾶς ὡδήγησες πρὸς τὸ φῶς τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐπιγνώσεως». Βλέπων ὁ βασιλεύς, ὅτι προσεκύνουν ὅλοι τὸν Ἅγιον, ἐφοβήθη μήπως ὁ Ἅγιος ἐσκέφθη νὰ ἁρπάσῃ τὴν βασιλείαν του καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἀντάρτης μοῦ ἔγινες;». Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη· «Μὴ φοβεῖσαι, διότι σὺ μόνος θέλεις κληρονομήσει τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον καὶ οἱ μετὰ σοῦ πλανώμενοι».
Τότε καὶ οἱ στρατιῶται λέγουν πρὸς τὸν βασιλέα· «Ἡμεῖς, βασιλεῦ, ἐπιστεύσαμεν εἰς τὸν Χριστόν, ὅταν μᾶς ἔστειλες νὰ σοῦ φέρωμεν τὸν δοῦλόν Του καὶ ἐφάγομεν ἄρτον οὐράνιον. Λοιπὸν δὲν ἀρνούμεθα τὴν Πίστιν αὐτήν, ὅσα καὶ ἂν ὑποστῶμεν βασανιστήρια». Λέγει τότε πρὸς αὐτοὺς ὁ Δέκιος μὲ παράπονον· «Τί σᾶς ἔπταισα καὶ μὲ ἐγκατελείψατε, τέκνα μου; Μήπως σᾶς ἔλειψαν οἱ ἵπποι, τὰ ἐνδύματα ἢ τὰ χρήματα; Ἔλθετε, σᾶς παρακαλῶ, καὶ ἂς ἔχετε διπλᾶ ἀπὸ ὅσα χρειάζεσθε καὶ μὴ μὲ ἐγκαταλείπετε». Οἱ στρατιῶται ἀπεκρίθησαν· «Ἔχε τὰ πλούτη σου, νὰ τὰ χαίρεσαι, ὅταν οἱ δαίμονες, τοὺς ὁποίους προσκυνεῖς, σὲ ρίψουν εἰς τὸν τάρταρον. Ἡμεῖς δὲ οὔτε ἀπὸ τὰ καλά σου ἔχομεν ἀνάγκην, οὔτε τὰς τιμωρίας σου φοβούμεθα». Τότε ὁ Δέκιος, θυμωθείς, μᾶλλον δὲ φοβηθείς, μήπως ζηλώσουν καὶ ἕτεροι νὰ πιστεύσουν εἰς τὸν Χριστόν, ἀπεφάσισε κατ’ αὐτῶν θάνατον. Ἀφοῦ δὲ τοὺς ἀπεκεφάλισαν ἔξω τῆς πόλεως, ἔρριψαν ἐντὸς καμίνου τὰ ἅγια αὐτῶν σώματα, διὰ νὰ τὰ καύσουν, κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ τυράννου. Ἀλλ᾽ ὅμως τὸ πῦρ οὐδόλως ἤγγισε ταῦτα. Οἱ δὲ εὐσεβεῖς παρέλαβον τὴν νύκτα κρυφίως τὰ ἅγια ταῦτα Λείψανα καὶ τὰ ἐνεταφίασαν τὴν ἑβδόμην Ἀπριλίου.
Ὁ μὲν λοιπὸν ἄδικος Δέκιος ἐφυλάκισε πάλιν τὸν Μάρτυρα καὶ μετά τινας ἡμέρας τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸ κριτήριον, ὅπου εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἐὰν δὲν μὲ ὑπακούσῃς νὰ προσκυνήσῃς τοὺς θεούς, ἀνόητε, δὲν θὰ σὲ περιμένω πλέον οὔτε μίαν ὥραν, ἀλλὰ θὰ σὲ ἀφανίσω διὰ μυρίων βασάνων». Ἀλλὰ καὶ πάλιν ὁ Ἅγιος εἶπε· «Μὴ ἀπειλῇς, υἱὲ διαβόλου καὶ κληρονόμε τῆς αἰωνίου κολάσεως, διότι ἐγὼ ἔχω τὸν Θεόν μου εἰς βοήθειάν μου καὶ δὲν φοβοῦμαι τὰς τιμωρίας σου». Τότε ὁ Δέκιος ἐπρόσταξε νὰ κατασκευάσωσι χαλκοῦν ὑποκάμισον, τὸ ὁποῖον νὰ τρυπήσουν ἐκ τῶν τεσσάρων μερῶν, ἐντὸς δὲ αὐτοῦ νὰ καρφώσουν τὸν Μάρτυρα καὶ νὰ συνάξουν ξύλα πολλά, ἐπὶ τῶν ὁποίων νὰ ρίψουν ἔλαιον στάμνας εἴκοσι.