Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ.

Τότε θυμωθεὶς σφόδρα ὁ Δέκιος ἐπρόσταξε νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς, νὰ δέσουν λίθον βαρὺν εἰς τοὺς πόδας του καὶ νὰ τὸν σπαθίζουν εἰς ὅλον τὸ σῶμα. Ὁ δὲ Ἅγιος, ταῦτα πάσχων, ὑπέμενεν ἀνδρείως, λέγων πρὸς τὸν τύραννον· «Δὲν ὑπακούω εἰς σέ, ἀσεβέστατε. Δὲν προσκυνῶ τοὺς θεούς σου, οὔτε ὑπολογίζω τὰς βασάνους, ὅσον φρικταὶ καὶ ἂν εἶναι, διότι εἶναι πρόσκαιροι. Σὲ ὅμως ἀναμένει νὰ δεχθῇ, τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ὁποῖον μέλλεις νὰ κληρονομήσῃς ὁμοῦ μετὰ τῶν δαιμόνων, τοὺς ὁποίους λατρεύεις, πανάθλιε. Τότε, περισσότερον ὀργισθεὶς ὁ βασιλεύς, ἐπρόσταξε νὰ ἀνάψουν λαμπάδας καὶ νὰ καίουν τὸν Ἅγιον εἰς τὰς μασχάλας. Ἀφοῦ δὲ ἔγινε τοῦτο, τινὲς τῶν ἀρχόντων συνεβούλευσαν τὸν Δέκιον νὰ κολακεύσῃ τὸν Ἅγιον καὶ νὰ φερθῇ πρὸς αὐτὸν μὲ καλὸν τρόπον, μήπως καὶ ὑπακούσῃ ἵνα τὸν ἔχουν εἰς τοὺς πολέμους βοήθειαν.

Λύσαντες λοιπὸν αὐτὸν παρεκάλει τοῦτον ὁ βασιλεὺς λέγων· «Ὁμολόγησον τοὺς θεούς, καλὲ ἄνθρωπε, διότι ἐπιθυμῶ νὰ σὲ ἔχω ὁδηγὸν εἰς τὴν ἅμαξάν μου». Ἀπήντησεν ὁ Ἅγιος· «Γίνου Χριστιανός, νὰ μὲ ἔχῃς καὶ εἰς τὸ ἅρμα σου ὁδηγόν, καὶ νὰ συμβασιλεύῃς μὲ τὸν Χριστὸν αἰωνίως». Βλέπων ὁ βασιλεύς, ὅτι ἀδίκως ἐκοπίαζεν, ἐπρόσταξε νὰ φέρουν δύο γυναῖκας πόρνας, πολὺ ὡραίας, κεκαλλωπισμένας μὲ πολύτιμα ἐνδύματα καὶ ἀρώματα εὐωδέστατα. Ταύτας ἀφοῦ ἔφεραν ἔκλεισαν εἰς βασιλικὸν δωμάτιον ὁμοῦ μετὰ τοῦ Ἁγίου. Ὑπεσχέθη δὲ εἰς αὐτὰς ὁ δόλιος Δέκιος χρήματα πολλά, ἂν ἔπειθον τὸν Ἅγιον νὰ προσκυνήσῃ τὰ εἴδωλα. Εὐθὺς λοιπὸν ὡς ἔκλεισαν αὐτοὺς ἐκεῖ, ὁ Ἅγιος ἐγονάτισε καὶ προσηυχήθη, λέγων· «Ἴδε, Κύριε, κατὰ ποῖον τρόπον μοῦ ἔστησαν βρόχους εἰς τοὺς πόδας καὶ ἐμηχανεύθησαν σκάνδαλα. Λύτρωσέ με ἀπὸ τοὺς ἀδίκους καὶ ἄτρωτον διαφύλαξον. Ναί, Κύριε, μὴ ἐγκαταλείπῃς με, ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν». Ἐγερθεὶς δέ, ἠρώτησε τὰς γυναῖκας τὶ ἤθελον.

Αἱ γυναῖκες, ὡς εἶδον τὸν Ἅγιον, ἐφοβήθησαν καὶ ἔστρεψαν τὸ πρόσωπον πρὸς τὸν τοῖχον, ὁ δὲ Ἅγιος ἠρώτησε πάλιν αὐτὰς μὲ ἡμερότητα. Ἐκεῖναι δὲ ἀπεκρίθησαν· «Μᾶς ἔστειλεν ὁ βασιλεύς, ἵνα σὲ συμβουλεύσωμεν νὰ ὑπακούσῃς εἰς αὐτὸν διὰ νὰ μὴ σοῦ δώσῃ ὀδυνηρὸν θάνατον». Λέγει ὁ Ἅγιος· «Ἐγὼ δὲν φοβοῦμαι πρόσκαιρον θάνατον, διότι ποθῶ νὰ βασιλεύσω μὲ τὸν Χριστόν μου αἰωνίως. Πρὸς αὐτὸν καὶ σεῖς ἐὰν πιστεύσητε, χαρὰ εἰς σᾶς, διότι θέλετε κληρονομήσει πᾶσαν ἀπόλαυσιν καὶ οὕτω θὰ ἀγάλλεσθε μετὰ τῶν Ἁγίων εἰς τὸν Παράδεισον».


Ὑποσημειώσεις

[1] Κυνοπρόσωπος ἐδῶ πρέπει νὰ νοηθῇ, ὅτι ὁ Ἅγιος ἦτο ἄσχημος καὶ δύσμορφος κατὰ τὸ πρόσωπον, ὄχι δὲ καὶ ὅτι εἶχε τελείως μορφὴν κυνός καθώς, οὐχὶ καλῶς, ἱστοροῦσιν αὐτὸν ἀμαθεῖς τινες ζωγράφοι. Ἀνθρώπινον δὲ πρόσωπον εἶχεν, ὡς οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι, ἄν καὶ ἄσχημον, φοβερὸν καὶ ἠγριωμένον. Διότι ἓν εἶδος καὶ μίαν φύσιν ἐποίησεν ὁ Θεὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἔστω καὶ ἄν τινες διαφέρουν ὀλίγον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴν ὁμοιότητα. Ὅτι δὲ πολλὰ ἔθνη ἦσαν καὶ εἶναι ἔτι καὶ σήμερον ἀνθρωποφάγοι, εἶναι γνωστὸν ἀπὸ παλαιὰς καὶ νέας ἱστορίας.