ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ὁ Ἅγιος τοῦ Χριστοῦ Μεγαλομάρτυς ἠξιώθη τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ ἀδίκου Δεκίου (249-251). Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην οἱ ἄρχοντες εἶχον μεγάλην κατὰ τῶν εὐσεβῶν μανίαν, ἐπειδὴ εἰς ὅλους τούτους ἔστειλεν ὁ ἄνομος Δέκιος παράνομα δόγματα καὶ ἄδικα προστάγματα, νὰ βιάζωσι τοὺς δικαίους καὶ εὐσεβεῖς δούλους τοῦ Χριστοῦ, ἀναγκάζοντες τούτους νὰ τρώγωσιν εἰδωλόθυτα, ἤτοι τροφὰς μολυνθείσας μὲ τὰ αἵματα τῶν θυσιῶν, ὅσους δὲ δὲν ἔστεργον νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν, νὰ ὑποβάλλουν εἰς μυρίας βασάνους, κατόπιν δὲ νὰ θανατώνουν τούτους φρικτῶς. Ὅλοι λοιπὸν οἱ ἄρχοντες καὶ ἡγεμόνες τῶν πόλεων ἐφρόντιζον νὰ φανοῦν εὐπειθεῖς καὶ ὑπήκοοι πρὸς τὸν βασιλέα. Οὕτω οἱ μὲν ἀσεβεῖς εἶχον μεγάλην προστασίαν, οἱ δὲ εὐσεβεῖς ἐδιώκοντο.
Τότε λοιπόν, κόμης τις τοῦ βασιλέως, ἐνῷ ἐπολέμει κατ’ ἄλλων ἐθνῶν, συνήντησεν εἰς τὸν πόλεμον τὸν θεῖον τοῦτον Χριστοφόρον, ὅστις κατήγετο ἀπὸ φυλὴν κυνοπροσώπων [1], καὶ τὸν ᾐχμαλώτισεν. Οὗτος ὅμως ὁ μακάριος δὲν ὡμοίαζεν οὐδόλως μὲ τοὺς συμπατριώτας του, ἀλλ᾽ ἦτο κατὰ τὸν νοῦν φρόνιμος καὶ καλόγνωμος καὶ εἶχε τοὺς θείους λόγους εἰς τὴν καρδίαν του. Βλέπων δὲ ὁ μακάριος τοὺς εἰδωλολάτρας νὰ βασανίζουν καθ’ ἑκάστην τοὺς Χριστιανούς, ἐλυπεῖτο πολὺ καὶ συνεπάθει τούτους, ὡς συμπαθὴς καὶ εὔσπλαγχνος. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν συλλαβόντων αὐτὸν καὶ συνεπῶς δὲν ἠδύνατο νὰ ὁμιλήσῃ καὶ νὰ ἐλέγξῃ τοὺς εἰδωλολάτρας, οὔτε καὶ ὑπῆρχε κανείς, ὁ ὁποῖος θὰ ἠδύνατο νὰ συνεννοηθῇ μαζί του, ἀνεχώρησεν εἰς τόπον παράμερον, ἔξω τῆς πόλεως, καὶ πεσὼν εἰς τὴν γῆν παρεκάλει μετὰ δακρύων τὸν Κύριον νὰ τοῦ δώσῃ τὴν δύναμιν νὰ ὁμιλήσῃ, λέγων νοερῶς τὴν προσευχὴν ταύτην· «Κύριε ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ, ἐπάκουσόν μου τῆς ταπεινώσεως καὶ δεῖξον τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου εἰς ἐμὲ τὸν ἀνάξιον· ἄνοιξον τὰ χείλη μου, καὶ δός μοι ὁμιλίαν ὡς τῶν ἐδῶ ἀνθρώπων, ἵνα δυνηθῶ νὰ ἐλέγξω τον τύραννον». Ἐνῷ δὲ οὕτως προσηύχετο, εὑρέθη ἔμπροσθεν αὐτοῦ νέος τις λαμπροφόρος, ὅστις τοῦ εἶπεν· «Εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, Ρέπροβε, (διότι οὕτω πρότερον ὠνομάζετο) καὶ ἐγείρου, ἵνα λάβῃς τὴν χάριν παρὰ τοῦ Κυρίου».