ἔλαβον τότε οἱ δήμιοι τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς ὡδήγησαν, εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. ἐκεῖ ἐνηγκαλίζοντο Ἕκαστος τὸν σταυρὸν του καταφιλοῦντες τούτους καὶ ἐγκωμιάζοντες ὡς σωτήριον ξύλον. Κατόπιν ἔπεσον ἐπ’ αὐτῶν ὡς νὰ ἔπιπτον ἐπὶ εὐόσμων καὶ δροσερῶν ρόδων, ἐπὶ τῶν ὁποίων καὶ ἐσταύρωσαν αὐτοὺς οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος. Ἔμειναν δὲ ἐσταυρωμένοι ἐπὶ ἐννέα ἡμέρας. Ὁ δὲ μακάριος Τιμόθεος παρώτρυνε ἀπὸ τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ τὴν εὐλογημένην Μαύραν, λέγων ταῦτα· «Μὴ δειλιάσωμεν, ὦ Μαύρα, τὰ προσωρινὰ βασανιστήρια, διότι ταῦτα μᾶς προσφέρουσιν αἰώνιον δόξαν ἐν οὐρανοῖς· μικρὸς εἶναι ὁ πόνος, ὅμως μεγάλη ἡ ἀνταπόδοσις· πικραὶ φαίνονται αἱ τιμωρίαι, ἀλλ’ εἶναι γλυκὺς ὁ Παράδεισος καὶ μίαν στιγμὴν ὑπομένοντες, κερδίζομεν τὸν ἅπαντα αἰῶνα. Ὁ Δεσπότης μας Ἰησοῦς, ἀναμάρτητος ὢν, κατεδέχθη νὰ σταυρωθῇ ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ πρὸς σωτηρίαν ἡμῶν καὶ ἡμεῖς τί θαυμαστὸν εἶναι νὰ γίνωμεν μιμηταὶ τοῦ Πάθους του, διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν νὰ συνδοξασθῶμεν μετ’ αὐτοῦ εἰς τὴν δόξαν Του;».
Ταύτας τὰς νουθεσίας ἔκαμνεν ὁ Μάρτυς εἰς τὴν Ἁγίαν· ἵσταντο δὲ καὶ οἱ δύο ἀκλόνητοι καὶ χαίροντες, τὸν νοῦν ἔχοντες ἐστραμμένον πρὸς τὸν οὐρανόν. Ὅμως δὲν ἤρκεσαν εἰς τὸν πονηρὸν διάβολον ὅσα ἐμηχανεύθη κατὰ τῆς Ἁγίας, ὁ μισάνθρωπος, διὰ τοῦ ἀσεβοῦς τυράννου, χρησιμοποιήσας τοῦτον ὡς ὄργανον τῆς κακίας του καί, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἐφάνη καὶ ὀφθαλμοφανῶς εἰς τὴν Ἁγίαν, ὅταν ἐκρέματο ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς προσέφερε ποτήριον πλῆρες ἀπὸ μέλι καὶ γάλα παρακινῶν αὐτὴν νὰ τὸ πίῃ διὰ νὰ μὴ φλογίζεται ἀπὸ τὴν δίψαν. Ἡ δὲ Ἁγία ἠννόησε τὰς πονηρὰς τέχνας του. Ἀντὶ δὲ νὰ ὑπακούσῃ, ἔκαμε τὴν προσευχήν της καὶ οὕτω ἔγινεν ἄφαντος ὁ πονηρὸς καὶ ἀκάθαρτος δαίμων.
Ἀλλ’ ὅμως ἐλπίζων ἀκόμη ὁ ἀρχέκακος, ὅτι ἴσως μὲ παρόμοιον τρόπον τὴν ἀπατήσῃ, τί ἐτεχνούργησεν ὁ παγκάκιστος; Ἐφάνη εἰς τὴν Ἁγίαν ὅτι τὴν μετέφερεν ὡς ἐν ἐκστάσει εἰς ποταμόν, τὸν ὁποῖον κατὰ φαντασίαν ἐσχεδίασεν ὁ διάβολος, ὅστις ἔρρεε μέλι καὶ γάλα καὶ μὲ ταύτην τὴν ἀπάτην προσεπάθει νὰ παγιδεύσῃ τὴν Ἁγίαν καὶ νὰ ἐπιθυμήσῃ τὴν γεῦσιν των. Ἀλλ’ αὐτὴ ἡ γενναία Μάρτυς πεφωτισμένη ὑπὸ τῆς ἄνωθεν σοφίας τοῦ εἶπε· «Κατηραμένε διάβολε, ἂν καὶ μὲ τόσας τέχνας καὶ ἐπιβουλὰς ἐδοκίμασες νὰ μὲ ἀπατήσῃς, ὅμως εἰς τίποτε δὲν ἐπέτυχες· διότι ἐγώ, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ μου, εἰς ὅλα σὲ ἐνίκησα καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἐπιθυμῶ τὰ μιαρά σου ποτά, ἐπειδὴ ἐγὼ πίνω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ οὐράνιον ποτήριον, τὸ ὁποῖον μοὶ προσφέρει ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός». Ἔφυγε λοιπὸν ἐντροπιασμένος ὁ διάβολος, μὴ ἠμπορῶν νὰ βλέπῃ νικημένον τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ μίαν ἀσθενῆ καὶ τρυφερὰν γυναῖκα.