οἱ ὁποῖοι, βλέποντες τότε τὴν εὐσέβειαν νὰ μαστίζεται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας, τὴν ἀπάτην νὰ ἐγκωμιάζεται, τὰ ὄρη, τὰς κοιλάδας, τὰς ὁδούς, τὸν ἀέρα, νὰ μολύνωνται ἀπὸ τὰς μιαρὰς θυσίας, τὸν ἥλιον νὰ ἀμαυροῦται ἐκ τοῦ καπνοῦ, τὴν γῆν νὰ μιαίνηται, τὸν οὐρανὸν νὰ ἀτιμάζεται, τὸν δὲ Παντοκράτορα Θεόν, τὸν δοξαζόμενον ἀπὸ πᾶσαν πνοήν, νὰ ὑβρίζηται ἐκ στόματος τῶν ἀσεβῶν, ᾐσθάνθησαν οἱ Ἅγιοι οὗτοι Μάρτυρες μεγάλην θέρμην ἀγάπης, ζήλου καὶ εὐλαβείας.
Διότι δὲν ὑπέφερον νὰ βλέπουν νὰ λατρεύεται ἡ κτίσις ἀντὶ τοῦ Κτίσαντος· δὲν ἠνείχοντο νὰ βλέπουν τὸ φρικτὸν ἐκεῖνο ὄνομα τοῦ Ὑψίστου νὰ σμικρύνηται καὶ νὰ καταβιβάζηται εἰς ἀξίαν χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἅτινα εἶναι ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων· δὲν ἠδύναντο τέλος πάντων νὰ βλέπουν τοὺς λογικοὺς ἀνθρώπους ἐν σκότει διαπορευομένους καὶ νὰ πράττουν, νὰ ἐνεργοῦν καὶ νὰ ἐργάζωνται ὡς ζῷα ἄλογα κυβερνώμενοι μὲ μόνην τὴν παράλογον ὁρμὴν καὶ μὲ ἐκεῖνον τὸν σφαλερὸν λογισμὸν κατὰ τὸν ὁποῖον τὸ πάθος, ἀκυβέρνητον καὶ τυφλόν, παρασύρει εἰς τὴν ἀπώλειαν τὸν ἐσκοτισμένον νοῦν. Ἐνισχυθέντες ὅθεν καὶ ὁπλισθέντες οἱ Ἅγιοι οὗτοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς πανοπλίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥρμησαν μὲ μεγαλοψυχίαν ἐν τῷ μέσῳ τῆς πλάνης τῆς εἰδωλολατρίας, τὴν ὁποίαν ὕβριζον ἀφόβως, ἠφάνιζον τὴν δύναμίν της καὶ ἐνέκρωναν κατὰ κράτος τὸν ἐχθρὸν διάβολον, πνίγοντες ἐντὸς τῶν ἀθλητικῶν των αἱμάτων καὶ τοῦτον τὸν δόλιον καὶ τὴν ἀπάτην, διὰ τῆς ὁποίας ὅλον σχεδὸν τὸν κόσμον παρέσυρεν. Ἀλλ’ ὅμως ἵνα μάθητε, εὐσεβεῖς ἀκροαταί, λεπτομερῶς τὰ τῆς ἐνθέου πολιτείας τῶν Ἁγίων τούτων Μαρτύρων, ὡς καὶ τὸν τρόπον τῆς ἐνδόξου ἀθλήσεως αὐτων, ἄρχομαι σὺν Θεῷ καὶ παρακαλῶ ὅπως προσέξετε μετ’ εὐλαβείας.
Τιμόθεος ὁ ἔνδοξος Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ἦτο ἐκ χωρίου τῆς Θηβαΐδος, Παναπέων ὀνομαζομένου, οἱ δὲ γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι. Εὐθὺς λοιπὸν ὡς ἀπεγαλακτίσθη ὁ Ἅγιος, παρεδόθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς του εἰς ἐνάρετόν τινα καὶ θεοσεβῆ διδάσκαλον, διὰ νὰ μάθῃ τὰ ἱερὰ γράμματα· ὅθεν, ἐπειδὴ ἦτο εὐφυής, ἔμαθεν εἰς ὀλίγον διάστημα ὅσα τοῦ ἦσαν ἀρκετὰ διὰ νὰ ἐννοήσῃ τὸν ποιητήν του καὶ μόνον ἀληθινὸν Θεόν, τῆς ψυχῆς τὴν εὐγένειαν καὶ ἀθανασίαν καὶ τοῦ προσκαίρου τούτου κόσμου τὴν φθορὰν καὶ τὴν ματαιότητα. Ἐλθὼν δὲ εἰς ἡλικίαν ἔλαβε κατὰ τοὺς ἱεροὺς νόμους τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας καὶ σύζυγον, τὴν ἀοίδιμον καὶ ἀξιέραστον Μαύραν, γυναῖκα μὲν κατὰ φύσιν, ἀρρενωπὸν ὅμως φρόνημα ἔχουσαν, μετὰ τῆς ὁποίας διάγων ὁ Ἅγιος ἁγίαν καὶ μακαρίαν ζωήν, ἐθαυμάζετο ἀπὸ ὅλους τοὺς εὐσεβεῖς καὶ διαρκῶς ἐνεκωμιάζετο.