Ἀλλ’ ὅμως ὁ μέγας στρατιώτης τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως Τιμόθεος, χωρὶς νὰ δειλιάσῃ οὔτε πρὸ τῶν ἀπειλῶν τοῦ τυράννου οὔτε πρὸ τῆς αὐστηρότητός του οὐδὲ πρὸ αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ἀπεκρίθη μὲ θάρρος καὶ εἶπεν· «Ὦ ἡγεμών, ποῖος φρόνιμος πατὴρ παρέδωκε, μὲ τὴν θέλησίν του, τὰ τέκνα του εἰς τὸν θάνατον; Ἂν λοιπὸν ὁ φιλόπαις πατήρ, ὑποτασσόμενος εἰς τοὺς νόμους τῆς φύσεως, δὲν παραδίδῃ εἰς θάνατον τὰ σαρκικά του τέκνα, πῶς ἐγὼ θὰ παραδώσω τὰ πνευματικά μου τέκνα, τὰ ἱερά μου βιβλία, εἰς τὰς μιαράς σου χεῖρας; Τοῦτο δὲν θέλει γίνει ποτέ. Πρόθυμος δὲ εἶμαι νὰ ἀποθάνω παρὰ νὰ ἀκούσω τὰς ἀθέους σου προσταγάς».
Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ παράνομος τύραννος ἐθυμώθη σφόδρα καὶ προστάσσει νὰ πυρακτώσουν ἐντὸς καμίνου σουβλία σιδηρᾶ καὶ διὰ τούτων, οὕτω πεπυρακτωμένων, νὰ τρυπήσουν τὰ ὦτα τοῦ Μάρτυρος. Ὁ λόγος του λοιπὸν ἔργον ἐγένετο. Εὐθὺς δὲ ὡς οἱ στρατιῶται ἐνέβαλον ταῦτα εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ ἐνδόξου ἥρωος, ἔπεσον χαμαὶ αἱ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν του. Ἀλλ’ ὤ τῆς ἀπεράντου καρτερίας τοῦ Ἁγίου! Ταύτην τὴν πικρὰν τιμωρίαν ὑπομένων γενναίως ὁ μακάριος διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἔλεγε τὸ τοῦ μακαρίου Παύλου· «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» (Ρωμ. η’ 35). «Δηλαδή, ὦ τύραννε πικρέ, νομίζεις ὅτι μὲ τοιαύτας πικρίας θέλεις δυνηθῆ νὰ μὲ χωρίσῃς ἀπὸ τὸν Χριστόν μου; Πλανᾶσαι· ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ δεδοξασμένου μου Σωτῆρος δὲν μὲ ἀποχωρίζει οὔτε θλῖψις οὔτε στενοχωρία οὔτε πεῖνα οὔτε ἐξορία οὔτε βάσανα ἢ φυλακαὶ οὔτε αὐτὸς ὁ θάνατος, διότι δὲν εἶναι ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ, ἵνα παραβληθῶσι πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν (Ρωμ. η’ 18).
Τούτου λεχθέντος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου ἤναψε πάλιν ἀπὸ θυμὸν ὁ τύραννος καὶ ἐπρόσταξε νὰ δέσουν τὸν Μάρτυρα ἐπὶ τροχοῦ διὰ νὰ κατακοποῦν τὰ μέλη του καὶ ἢ νὰ πεισθῇ νὰ ἐκτελέσῃ τὰ προστάγματα τοῦ Ἀρριανοῦ ἢ νὰ λάβῃ τὸν πρέποντα θάνατον. Οἱ ὑπηρέται λοιπὸν τῆς πλάνης ἔδεσαν τὸν Ἅγιον ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, ὡς δὲ ἔστρεφον τοῦτον μὲ ὁρμήν, τὰ καρφία τὰ ὁποῖα εἶχον ἐμπεπηγμένα εἰς αὐτὸν ἐξέσχιζον ἀνηλεῶς τὰς σάρκας τοῦ Ἀθλοφόρου. Ἀλλὰ καὶ πάλιν γενναίως ὑπέφερεν ὁ Ἅγιος, ψάλλων καὶ λέγων «Κύριος ἐμοὶ βοηθὸς καὶ οὐ φοβηθήσομαι» (Ψαλμ. ριζ’ 6). Καὶ πάλιν· «Οὐ φοβηθήσομαι κακὰ ὅτι Σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ» (Ψαλμ. κβ’ 4).