Εὑρόντες λοιπὸν τόπον ἥσυχον ἐκάθησαν καὶ διηγήθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἐπιφάνιος, ὅτι τὸν ὑπήντησε γέρων τις ἀσπρογένης Ἀγαρηνός, ἔχων βλέμμα φοβερόν, ἐνδεδυμένος ἔνδυμα μαῦρον καὶ ὑποδήματα πήλινα, καὶ λέγει μοι· «Δὲν εἶσαι σὺ ὁ Ἐπιφάνιος, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωάννου, διὰ τὸν ὁποῖον λέγουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι σὲ ἐπλάνευσεν ὁ διάβολος; ὑποκριτά, ἐπειδὴ ἀντιστρατεύεσαι εἰς τὸ θέλημά μου, θὰ σοῦ πλέξω ἐγὼ δίκτυον καὶ θὰ σκάψω λάκκον νὰ σὲ ρίψω ἐντὸς αὐτοῦ. Θὰ ἀρτύσω ἐγὼ τὴν χύτραν σου, ἐπειδὴ ἐναντιοῦσαι εἰς ἐμέ». Ταῦτα φλυαροῦντος ἐκείνου, ἐγὼ ἠπόρησα εἰς τὰς ἀπειλάς του, καὶ ἐθαύμασα πόθεν μοι συνέβη τοῦτο. Δὲν ἐγνώριζα τίς εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις μὲ φοβερίζει οὕτω, τὸν ὁποῖον οὔτε εἶδα, οὔτε ἐγνώρισα ποτέ. Διαλογιζόμενος δὲ καὶ ἀπορῶν, μὲ κατέλαβε φόβος καὶ τρόμος πολύς, καὶ ἀπαντήσας τὴν ἁγιωσύνην σου, μοῦ ἐφανέρωσας ἅπαντα».
Λέγει τότε πρὸς αὐτὸν ὁ Ὅσιος· «Ὁ Ἀγαρηνὸς ἐκεῖνος, ὅστις ἐφάνη εἰς σέ, τέκνον μου, εἶναι ἑκατόνταρχος τῶν δαιμόνων, εἶναι δὲ οὗτος διωρισμένος εἰς τὸ νὰ πολεμῇ τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ τοὺς ρίψῃ εἰς ἁμαρτίας καὶ κακὰς ἐπιθυμίας. Παρακαλῶ σε λοιπόν, τέκνον, φύλαξε τὸν ἑαυτόν σου, διότι δὲν εἶσαι ἀμαθής, ἀλλὰ γνωρίζεις τὰς πονηρίας του, καὶ πρόσεχε, ἐπειδὴ εἶσαι ἀκόμη νέος, καὶ διὰ τοῦτο βλέπων σε ὁ πονηρός, ὅτι προκόπτεις εἰς τὰ πνευματικά, τρίζει τοὺς ὀδόντας του κατὰ σοῦ, καὶ σπουδάζει νὰ σὲ βάλῃ εἰς μυρίους πειρασμούς, διότι φθονεῖ τὴν ἀρετήν σου κατὰ πολλά, τὴν πραότητα, λέγω, τὴν καθαρότητα, τὴν σοφίαν καὶ τὴν ἀλήθειαν, διὰ τῶν ὁποίων ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου ἀγαπᾷς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς Ἁγίους, οἵτινες ἔχυσαν τὸ αἷμά των διὰ τὴν αγάπην Του. Πρόσεχε λοιπὸν νὰ φυλάττησαι μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν ἀπὸ τὰς πονηρίας τοῦ διαβόλου, περιπατῶν μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ μὲ ἀλήθειαν, κατευνάζων τὸ σῶμα σου μὲ νηστείας. Ἐνδύσου τὴν ταπεινοφοοσύνην ὡς ἔνδυμα, καὶ ὅταν προσεύχεσαι λάμπρυνε τὸ πρόσωπόν σου χαιρόμενος· φύλαττε τὰς αἰσθήσεις τοῦ σώματός σου καθαράς· τὴν ὅρασιν, τὴν ἀκοήν, τὴν ὄσφρησιν, τὴν γεῦσιν καὶ τὴν ἀφήν. Διότι ἐπιθυμεῖ ὁ παμπόνηρος νὰ μολύνῃ τὴν καρδίαν σου, νὰ σὲ κάμῃ δοῦλον τῆς ἀκαθαρσίας, διὰ νὰ σὲ καταδικάσῃ εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός· ἐπειδὴ ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν, δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας. Διότι δύο εἶναι οἱ ἐξουσιασταί, ὁ Κύριος, ὅστις ἐξουσιάζει τὴν δικαιοσύνην, καὶ ὁ διάβολος, ὅστις ἐξουσιάζει τὴν ἁμαρτίαν.