ΑΝΔΡΕΑΣ ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν, ὁ διὰ Χριστὸν Σαλὸς ἀποκαλούμενος, ἦτο Σκύθης τὸ γένος, διαλάμψας ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπὶ τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ φιλοχρίστου καὶ μεγάλου [1]. Ὑπὸ ποίας ἀκριβῶς συνθήκας εὑρέθη εἰς Κωνσταντινούπολιν δὲν εἶναι γνωστόν, τοῦτο δὲ μόνον γνωρίζομεν, ὅτι απὸ παιδὸς εὑρίσκετο εἰς τὴν ὑπηρεσίαν ἄρχοντός τινος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Θεογνώστου ὀνόματι, ἀνδρὸς εὐσεβοῦς καὶ φοβουμένου τὸν Θεόν, φρονίμου δὲ κατὰ πολλὰ τόσον, ὥστε ὁ βασιλεὺς βλέπων τὰς ἀρετὰς αὐτοῦ τὸν ἐτίμησε καὶ τὸν ἔκαμε πρωτοσπαθάριον καὶ στρατηλάτην τῆς Ἀνατολῆς.
Ὁ Θεόγνωστος λοιπὸν οὗτος, ὡς εὐγενὴς καὶ πλούσιος ὅπου ἦτο, εἶχε καὶ ὑποστατικὰ πολλὰ καὶ δούλους πολλούς, εἷς ἐκ τῶν ὁποίων ἦτο καὶ ὁ μακάριος Ἀνδρέας, ὅστις, ὅταν τὸν ἠγόρασεν ὁ αὐθέντης του, ἦτο ἀκόμη παιδίον μικρόν, ἀλλ’ ὡραιότατον εἰς τὴν ὄψιν, βλέπων δὲ αὐτὸν ὁ αὐθέντης του ἔχαιρε καὶ τὸν ἠγάπα περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἐχρησιμοποίει δὲ αὐτὸν μόνον εἰς τὰς ἐμπιστευτικὰς ὑπηρεσίας του, εἶχε δηλαδὴ τοῦτον ἀγγελιαφόρον. Μετὰ ταῦτα, βλέπων ὁ Θεόγνωστος τὴν προκοπὴν τοῦ νέου, ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὸ σχολεῖον νὰ μανθάνῃ γράμματα καὶ τόσον ἦτο εὐφυὴς εἰς τὸν νοῦν, ὥστε καὶ ὁ διδάσκαλός του τὸν ἐθαύμαζε καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ γνωρίσῃ τις ὅτι ἦτο Σκύθης, ἀπὸ τὴν προκοπὴν καὶ γνῶσιν τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς τὰ γράμματα. Θέλων δὲ ὁ αὐθέντης του νὰ τὸν ἔχη τιμιώτερον ἀπὸ ὅλους, διότι τὸν ἔβλεπε πιστόν, τοῦ ἔδιδεν ἀπὸ τὰ ἰδικά του ἐνδύματα καὶ ἐφόρει. Ἠγάπα δὲ κατὰ πολλὰ ὁ μακάριος Ἀνδρέας νὰ ἀναγινώσκῃ τὰς θείας Γραφὰς καὶ μάλιστα τὰ Μαρτύρια τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ τὰς βίβλους τῶν θεοφόρων Πατέρων καὶ τόσην χαρὰν καὶ κατάνυξιν ἐλάμβανεν, ὅταν ἤκουε τὰ βάσανα καὶ τοὺς πειρασμούς, ὅπου ἔπαθον οἱ Ἅγιοι, ὥστε ἤναπτεν ἀπὸ θεῖον ζῆλον ἡ καρδία του. Ἀρχόμεθα δὲ διηγούμενοι πῶς ἤρχισε τὴν ἀρετὴν καὶ πῶς τὴν ἐτελείωσεν.
Ἀναγινώσκων ὁ μακάριος Ἀνδρέας καθ’ ἑκάστην τὰ Μαρτύρια τῶν Ἁγίων, ὡς προείπομεν, παρεκινεῖτο πρὸς μίμησιν τῆς ἀγαθῆς πολιτείας αὐτῶν. Ἠγέρθη λοιπὸν κατά τινα νύκτα ἀπὸ τὴν κλίνην του νὰ προσευχηθῇ, ὁ δὲ διάβολος, ὡς φθονερὸς ὅπου εἶναι, δὲν ἠδυνήθη νὰ τὸν ἀφήσῃ ἀπείρακτον, ἀλλ’ ὡς ἤρχισε νὰ προσεύχηται ὁ Ἀνδρέας, ἰδοὺ ἔρχεται ὁ παμπόνηρος μετὰ μεγάλης ταραχῆς καὶ κτυπᾷ τὴν θύραν,