ὁ δὲ μακάριος, ὡς νέος καὶ ἀμαθὴς ὅπου ἦτο ἀκόμη ἀπὸ τοιαῦτα πράγματα, φοβηθεὶς ἄφησε τὴν προσευχὴν καὶ παρευθὺς ἔκλινε πάλιν εἰς τὴν κλίνην του καὶ ἐσκεπάσθη· ἰδὼν δὲ ὁ σατανᾶς ὅτι ἐφοβήθη καὶ ἄφησε τὴν προσευχήν, ἐχάρη καὶ λέγει πρὸς ἄλλον δαίμονα· «Ἰδοὺ ἀκόμη τρώγει τὰ σάλια του καὶ ἤρχισε νὰ ἀρματώνεται καὶ οὗτος νὰ πολεμήσῃ ἐναντίον ἡμῶν». Ταῦτα εἰπὼν ἔγινεν ἄφαντος. Ὁ δὲ μακάριος Ἀνδρέας ἀπεκοιμήθη καὶ βλέπει εἰς τὸν ὕπνον του, ὅτι εὑρέθη εἰς τὸ θέατρον τῆς πόλεως καὶ ἀπὸ μὲν τὸ ἓν μέρος ἦσαν ἄνδρες πολλοὶ λευκοφόροι καὶ φωτεινοί, ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο ἦσαν αἰθίοπες (ἀράπηδες) κατάμαυροι πλῆθος ἄπειρον. Ἐζητοῦσαν δὲ καὶ τὰ δύο μέρη νὰ παλαίσουν· οἱ δὲ κατάμαυροι ἐκεῖνοι εἶχον εἰς τὸ μέσον αὐτῶν ἕνα μεγαλύτερον, ὁ ὁποῖος ἦτο χιλίαρχος καὶ ἔλεγον πρὸς τὸ μέρος τῶν λευκοφόρων· «Ὅστις θέλει ἀπὸ ἐσᾶς, ἂς ἐξέλθῃ νὰ παλαίσῃ μὲ τοῦτον».
Ἰστάμενος δὲ ὁ Ἅγιος καὶ ἀκούων ταῦτα, βλέπει καὶ ἰδοὺ κατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανὸν νέος τις κατὰ πολλὰ ὡραιότατος καὶ τὴν ὄψιν λαμπρότερος τοῦ ἡλίου, ἐκράτει δὲ εἰς τὰς χεῖράς του τρεῖς στεφάνους θαυμαστούς. Ἐκ τούτων ὁ μὲν εἷς ἦτο στολισμένος μὲ μαργαρίτας, ὁ δεύτερος μὲ λίθους πολυτίμους καὶ ὁ τρίτος μὲ κρίνα καὶ ἄνθη τοῦ Παραδείσου. Ἦτο δὲ οὗτος καὶ ἀμάραντος καὶ τόσην εὐωδίαν εἶχεν, ὥστε ἐθαύμαζεν ὁ μακάριος Ἀνδρέας καὶ ἐπεθύμει, ἂν θὰ ἠδύνατο, νὰ λάβῃ τινὰ ἀπὸ τοὺς στεφάνους ἐκείνους. Ἔρχεται λοιπὸν πλησίον τοῦ νεανίου ἐκείνου καὶ τοῦ λέγει· «Εἰς τὸν Χριστόν σου, μὲ τί πωλεῖς τοὺς στεφάνους αὐτούς; Εἰπέ μοι νὰ γνωρίζω καὶ μολονότι ἐγὼ δὲν δύναμαι νὰ τοὺς ἀγοράσω, ὅμως θὰ ὑπάγω μετὰ σπουδῆς νὰ τὸ εἴπω εἰς τὸν αὐθέντην μου, νὰ ἔλθῃ νὰ πάρῃ ἐκεῖνος κάποιον ἀπ’ αὐτοὺς καὶ νὰ σοῦ δώσῃ ὅσα χρήματα θέλεις». Ταῦτα ἀκούσας ὁ φανεὶς νεανίας, ὅστις ἦτο ὁ ἴδιος Χριστός, ἐφάνη ὅτι ἐγέλασεν ὀλίγον καὶ λέγει πρὸς τὸν Ἀνδρέαν· «Πίστευσόν μοι, ἀγαπητέ, ὅτι ἄν μοῦ φέρῃς ὅλον τὸ χρυσίον τοῦ κόσμου τούτου, δὲν σοῦ δίδω οὔτε ἕνα ἄνθος ἀπ’ αὐτούς, ἀλλ’ οὔτε εἰς τὸν αὐθέντην σου δίδω, ὅπως λέγεις. Διότι δὲν εἶναι οὗτοι ἀπὸ τὸν μάταιον κόσμον, καθὼς νομίζεις, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς οὐρανίους θησαυρούς, μὲ τοὺς ὁπτοίους στεφανώνονται ὅσοι νικήσουν ἐκείνους τοὺς μαύρους. Ἐὰν λοιπὸν θέλῃς καὶ σὺ κανένα ἀπ’ αὐτούς, πάλαισε μετ᾽ ἐκείνου τοῦ μεμιασμένου ἀράπη καὶ ἐὰν τὸν νικήσῃς ὄχι μόνον τούτους νὰ σοῦ δώσω, ἀλλὰ καὶ ἄλλους ὅσους θέλεις».