Διότι ἐκ δαιμονιώντων τοὺς δαίμονας ἀπεδίωξε καὶ κωφούς, χωλούς, παραλυτικοὺς καὶ ἑτοιμοθανάτους ἰάτρευσεν, ἕνα δὲ μόνον θέλω ἀκόμη διηγηθῆ ἐμπιστευόμενος εἰς τὴν καλωσύνην σας, ἵνα καὶ τὸ διορατικὸν τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Θαυμαστορείτου γνωρίσητε.
Μοναχός τις ἦτο κεκλεισμένος ἐπὶ χρόνους πολλοὺς ἐντὸς οἰκίας τινὸς εἰς τὴν Λαοδίκειαν τῆς Συρίας, ἡσυχάζων. Ἀποκαμὼν δὲ ἐκ τῆς ἡσυχίας, διεμήνυσεν εἰς τὸν Ὅσιον Συμεών, ὅτι εἶχε πόθον πολὺν νὰ προσκυνήσῃ αὐτόν. Ὁ δὲ Ὅσιος, ὡς προορατικός, ἠννόησε τὴν κατάστασιν τοῦ Μοναχοῦ καὶ ἔγραψεν εἰς αὐτόν, ὅτι δὲν θὰ ἦτο πρέπον νὰ καταφρονήσῃ τὴν ἡσυχίαν του, διὰ νὰ προσκυνήσῃ ἄνθρωπον ἁμαρτωλὸν καὶ καλλίτερον θὰ εἶναι νὰ προσκυνῇ τὸν Θεὸν εἰς τὸν οἶκόν του. Ἔκαμε τότε ὑπομονὴν ὁ Μοναχός. Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον καιρὸν πάλιν ἠνώχλει αὐτὸν ὁ λογισμὸς καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ὑποφέρῃ, ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ κελλίου του καί, ἐκ συνεργίας τοῦ πειρασμοῦ, ἔπεσεν, ὁ ταλαίπωρος, εἰς πορνείαν. Μεταβὰς δὲ εἰς τὸν Ὅσιον, δὲν ὡμολόγησε τὸ ἁμάρτημά του, ἕνεκα τῆς αἰσχύνης τῆς πράξεως, ἀλλ’ ἔκαμνεν ὅτι ἐλυπεῖτο, διότι κατεφρόνησε τὴν ἡσυχίαν του. Ὁ δὲ Ὅσιος, ὅστις ἐγνώριζε τὰ ἀπόκρυφα, διὰ νὰ φέρῃ τοῦτον εἰς μεταμέλειαν καὶ νὰ σωθῇ καὶ διὰ νὰ λάβουν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ παράδειγμα, ἵνα φυλάττωνται, ἀπεκάλυψε παρουσίᾳ πάντων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ Μοναχοῦ, εἰπών· «Δὲν σὲ κατακρίνω, διότι κατέστρεψες τὸν τοῖχον τοῦ κελλίου σου, ἐπειδὴ εὐκόλως δύνασαι νὰ κτίσῃς πάλιν αὐτὸν καὶ νὰ κλεισθῇς ἐντὸς αὐτοῦ, ὡς καὶ πρότερον. Ἀλλὰ σὲ λυποῦμαι, διότι, πορνεύων, κατεκρήμνισες τὸν πύργον τῆς ψυχῆς σου καὶ κατέστης, φεῦ! αἰχμάλωτος τοῦ διαβόλου». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Μοναχὸς ἐθαύμασεν ὁμοῦ καὶ ᾐσθάνθη ἐντροπήν. Πεσὼν δὲ ἐπὶ τῆς γῆς ἔκλαιε, ζητῶν συγχώρησιν καὶ ὁμολογῶν τὸ βάρος τῆς ἀνομίας του. Τότε ὁ Ὅσιος, ὁπλίσας αὐτὸν διὰ τῆς σφραγῖδος τοῦ Σταυροῦ, κατέστησεν αὐτὸν εἰς τὸ ἑξῆς ἄτρωτον ὑπὸ τοῦ διαβόλου καὶ συγχωρήσας καὶ εὐχηθεὶς αὐτὸν ἀπέστειλεν είς τὰ ἴδια.
Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦτο ἄνθρωπος, ἦλθεν ἡ ὥρα νὰ μεταβῇ πρὸς τὸν ποθούμενον. Ἦτο δὲ τότε χρόνων ὀγδοήκοντα πέντε [7], ἐκ τῶν ὁποίων τεσσαράκοντα πέντε ἔμεινεν ἐπὶ τοῦ δευτέρου στύλου τοῦ ἐν τῷ Θαυμαστῷ Ὄρει, κάτωθεν τοῦ ὁποίου ἦτο τὸ Μοναστήριόν του, τὸ ὁποῖον Μάνδραν ὠνόμασαν.