Μόνον δὲ οἱ Ὅσιοι, οἵτινες οὔτε περὶ Μονομάχου ἤκουσαν ποτέ, οὔτε τί γίνεται εἰς τὰ βασίλεια ἐγνώριζον, αὐτοὶ μόνον οἱ Ἐρημῖται ἐπληροφορήθησαν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἐκ θείας φωτίσεως, καθὼς εἴπομεν, ὅτι ἔμελλε νὰ βασιλεύσῃ μετ’ ὀλίγον καιρόν. Γνωρίζοντες λοιπὸν οἱ Ὅσιοι περὶ τοῦ μέλλοντος, ἐταξίδευσαν ὁ θεῖος Νικήτας καὶ ὁ θεῖος Ἰωσὴφ εἰς τὴν Μυτιλήνην καὶ ἐγνωρίσθησαν μὲ τὸν Μονομάχον. Συνομιλοῦντες δὲ μετ’ αὐτοῦ, ἐδοκίμαζον διὰ παντὸς τρόπου νὰ παρηγορήσουν αὐτὸν καὶ νὰ καταπαύσουν τὴν λύπην του. Ἔπειτα καὶ τὴν καλὴν καὶ χαροποιὸν εἴδησιν εἶπον εἰς αὐτόν, δηλονότι, ὅτι ἐγνώρισαν οὗτοι ἐκ θείας ἀποκαλύψεως, ὅτι μέλλει νὰ βασιλεύσῃ μετ’ ὀλίγον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.
Ἀλλὰ τότε ἐχάρη ἆρά γε ὁ Μονομάχος; Ἐσκίρτησε μήπως ἡ καρδία του διὰ τὴν τοιαύτην ἀνέλπιστον εἴδησιν, καθ’ ἥν, ἀπὸ ἐξόριστος καὶ δυστυχής, ἔμελλε νὰ λάβῃ τὸ μέγιστον τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν, τὴν βασιλείαν; Ἦτο βεβαίως ἑπόμενον νὰ χαρῇ. Ἀλλὰ πόθεν θὰ ἐπληροφορεῖτο, ὅτι ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι, καθὼς ἐφαίνοντο ἐκ τοῦ σχήματος καὶ τῶν λόγων, προφητεύουσι; Διὰ τοῦτο ὄχι μόνον ἔλεγεν ὅτι δὲν θὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν καὶ τὴν τῶν Ἁγίων προφητείαν ἀπέκρουεν, εὑρίσκων ταύτην παράδοξον καὶ ἀπίστευτον, ἀλλ’ ἔλεγεν ὅτι δὲν ἤλπιζε νὰ ἐλευθερωθῇ καὶ νὰ σωθῇ ἐκ τῶν συμφορῶν καὶ τοῦ ἐσχάτου κινδύνου, ὅστις ἐπεκρέματο ἐπ’ αὐτοῦ, διὰ τὰ ὁποῖα ἔκλαιε καὶ πολὺ ἐλυπεῖτο. Ἀλλ’ οἱ Ὅσιοι οὗτοι Πατέρες, ἔχοντες ἀκράδαντον πίστιν εἰς τὰς ἀποκαλύψεις καὶ ὡς πληροφορηθέντες τὴν ἀλήθειαν, ἠναντιώνοντο καὶ ἀντέλεγον εἰς τὰς σκέψεις του, δι’ εὐχαρίστων δὲ καὶ βεβαίων ὑποσχέσεων ἐδοκίμαζον νὰ ἐλαφρύνουν τὸ βάρος τῆς λύπης ἀπὸ τὴν καρδίαν του, λέγοντες πρὸς αὐτόν· «Ἔχε θάρρος, ὦ αὐθέντα, καὶ ἔχε καλὰς ἐλπίδας, διότι δὲν θὰ παρέλθῃ πολὺς καιρὸς καὶ θὰ σοὶ παραχωρηθῇ ἡ βασιλεία παρὰ τοῦ εὐεργέτου Θεοῦ, ὁπότε, ἀντὶ ταύτης τῆς λύπης, θέλεις λάβει χαρὰν μεγάλην. Ἔχε λοιπὸν πρὸς παρηγορίαν τῆς λύπης σου ταύτην τὴν προφητείαν, τὴν ὁποίαν σοῦ προλέγομεν, ἥτις ἀπεκαλύφθη εἰς ἡμᾶς παρὰ Θεοῦ».
Τότε λοιπόν, ἂν καί, καθὼς εἶπον, ὁ Μονομάχος ἐνόμιζεν ἀπίστευτον καὶ ἀπίθανον ταύτην τὴν προφητείαν, παρηγορήθη ὅμως καὶ ἔλαβε θάρρος, ὀλίγον δὲ κατ’ ὀλίγον ἤρχισε νὰ παραδέχεται καὶ νὰ πιστεύῃ εἰς τὰ λεγόμενα. Διότι παρετήρησεν ὅτι, χωρὶς καμμίαν τέχνην καὶ πανουργίαν, ἀλλὰ μάλιστα μὲ πολλὴν ἁπλότητα καὶ ἀγαθότητα, ἔλεγον τούτους τοὺς λόγους οἱ Ὅσιοι.