Νὰ καθαρίσουν τὴν ψυχήν των ἀπὸ πᾶσαν κοσμικὴν ἐπιθυμίαν καὶ νὰ γυμνασθοῦν εἰς μεγάλας καὶ ὑψηλὰς ἀρετάς. Ἕνεκα τούτου ἔφθασαν εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐνθέου πολιτείας τοῦ μεγάλου Ἀντωνίου, ὡς νὰ εἶχον ἐκεῖνον παράδειγμα καὶ εἰς ἐκείνου τοὺς ἀγῶνας νὰ ἀπέβλεπον. Ὅθεν διὰ τόσης σκληραγωγίας καὶ κακοπαθείας ἐβασάνιζον τὸ σῶμά των, ὥστε ἔτρωγον μίαν μόνην φορὰν τὴν ἑβδομάδα. Καὶ τί ἔτρωγον κατόπιν τόσων ἡμερῶν νηστείας; Ὀλίγον ἄρτον, ἔπινον ὀλίγον ὕδωρ, ἐκοιμῶντο ἐλάχιστα κατακείμενοι εἰς τὴν γῆν, χωρὶς στρῶμα, ὅλον δὲ τὸν ὑπόλοιπον καιρὸν τῆς ζωῆς των διέθετον εἰς ὁλονυκτίους στάσεις καὶ ὁλοημέρους προσευχάς. Ἀλλὰ μήπως διὰ τῶν ὀλίγων τούτων ἐκακοπάθουν καὶ κατόπιν ἀνεπαύοντο ἐν μικρᾷ ἀνέσει λόγῳ τοῦ τόπου τῆς κατοικίας των; Ὄχι, ἀδελφοί. Διότι ὁ τόπος ἐπροξένει μάλιστα μεγαλυτέραν ταλαιτωρίαν καὶ κάκωσιν. Ἐπειδή, καθὼς εἴπομεν, εἶναι ὁ τόπος αὐτὸς ὄρος πετρῶδες καὶ δυσκολοπεριπάτητον καὶ οὔτε ὕδωρ ἔχει εἰς οὐδὲν μέρος πλησίον. Ἐκτὸς δὲ τούτων εἶναι καὶ ὑψηλότατον, ἐκ τῆς αἰτίας δὲ ταύτης δέχεται καὶ ὅλους τοὺς σφοδροὺς καὶ ὁρμητικοὺς ἀνέμους. Εἰς καιρὸν λοιπὸν χειμῶνος, ὅτε ἐνέσκηπτον ψύχη ὑπερβολικά, ὅτε συχνὰ ἔπιπτον αἱ χιόνες, ποίαν ταλαιπωρίαν καὶ κακοπάθειαν δὲν ὑπέμειναν οἱ εὐλογημένοι, κατοικοῦντες ἐντὸς ἑνὸς ὑπογείου σπηλαίου;
Διὰ τοὺς τοιούτους λοιπὸν ἀγῶνας, τοὺς ὁποίους ὑπέμειναν, ὁποίας ἆρά γε ὀπτασίας νὰ ἔβλεπον καὶ εἰς ποίας θεωρίας νὰ ἀνήρχετο ὁ νοῦς των, ὅταν προσηύχοντο; Ταῦτα, ἀδελφοί, δὲν γνωρίζομεν ἀκριβῶς. Ἐκεῖνα ὅμως τὰ ὁποῖα εὑρίσκομεν γεγραμμένα καὶ εἶναι βέβαια μᾶς δίδουν νὰ ἐννοήσωμεν εἰς ποῖον βαθμὸν Ἅγιοι καὶ Θεοφόροι ἦσαν οὗτοι οἱ μακάριοι ἄνθρωποι. Ἐπειδή, διατρίβοντες ἀσκητικῶς ἐκεῖ εἰς τὸ Προβάτιον ὄρος μετὰ τελείας νήψεως καὶ καθαρότητος, πολλάκις, ὅταν ἤρχετο ἡ νύξ, ἔβλεπον φῶς λάμπον ἐντὸς τοῦ δάσους, τὸ ὁποῖον ἦτο κάτωθεν τοῦ ὄρους. Θέλοντες δὲ νὰ γνωρίσουν τί ἦτο ἐκεῖνο τὸ φῶς, κατήρχοντο τὴν ἡμέραν εἰς τὸ δάσος μετὰ πολλῆς προθυμίας, ἵνα ἰδοῦν τί ἦτο τὸ ὅραμα, καθώς ποτε καὶ ὁ Μωϋσῆς. Ἐνῷ ὅμως ἐπλησίαζον εἰς τὸν τόπον τοῦ φωτός, ἐκεῖνο ἐκρύπτετο καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ τὸ εὕρουν. Ὅθεν, ἀποροῦντες οἱ εὐλογημένοι καὶ θαυμάζοντες, ἀπεφάσισαν νὰ καύσουν ὅλον τὸ δάσος, μὲ ταύτην τὴν σκέψιν: Ὅτι, ἄν ἦτο τὸ φῶς ἐκ Θεοῦ, δὲν ἤθελε καῆ ὁ τόπος εἰς τὸν ὁποῖον ἐφαίνετο. Οὕτως ἐσκέφθησαν καὶ ἀπεφάσισαν καὶ ἔπειτα ἤρχισαν νὰ καίουν τὸ πυκνότατον καὶ κατάσκιον ἐκεῖνο δάσος.