Τῇ Κ’ (20ῇ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΥ.

Ἐγὼ ἐπῄνεσα τὰς νίκας ἄλλων ἀνδρείων. Τώρα δέ, ὅτε ἐγὼ εὑρίσκομαι εἰς τὸν ἀγῶνα, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπορρίψω τὰ ὅπλα, ποὺ μοῦ παρέδωκεν ὁ Χριστός μου διὰ νὰ νικήσω; Ὁ Χριστὸς δὲν προσφέρει τὰς δωρεὰς Αὐτοῦ εἰς τοὺς δειλοὺς καὶ τοὺς ἀμελεῖς οὔτε στεφανώνει ἐκείνους ὅπου κοιμῶνται. Διὰ τοῦτο παίγνιον φαίνεται εἰς ἐμὲ τὸ καῦμα τῆς πυρᾶς σου, διότι μὲ δροσίζει ἡ δρόσος τοῦ Σωτῆρός μου. Ὅλας δὲ τὰς τιμωρίας σου ὑπολογίζω ὅσον ἓν φύλλον δένδρου, διότι ὁ λογισμός μου ἔγινε, σκληρὸς καὶ ἀμετάβλητος ὡς πέτρα. Εἶμαι λοιπὸν ἕτοιμος νὰ προσφέρω τὸ σῶμά μου εἰς τὸν Χριστὸν ὡς πρόβατον, ἐπειδὴ χρεωστῶ νὰ θυσιάσω τοῦτο δι’ Αὐτόν, καθὼς Ἐκεῖνος ἐθυσιάσθη δι’ ἐμέ».

Ταῦτα ἀκούων ὁ Θεόδωρος ἔλεγε καθ’ ἑαυτόν· «Ἐγώ, ἐξ αἰτίας τῆς καλωσύνης μου, ἔδωσα εἰς αὐτὸν ἀφορμὴν νὰ λέγῃ τοιούτους λόγους. Ἀκόμη δὲν ἔφθασε τοὺς δεκαοκτὼ χρόνους τῆς ἡλικίας του καὶ ρητορεύει εἰς ἡμᾶς καλύτερα ἀπὸ τοὺς ρήτορας. Ἐγὼ ἐπίστευον, ὅτι διὰ τῶν βασανιστηρίων θὰ τὸν φέρω μὲ τὴν γνώμην μου, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν φοβεῖται καθόλου οὔτε μετακινεῖται ἀπὸ τὸν σκοπόν του. Ἆρά γε θὰ τὸν φέρω μὲ τὴν γνώμην μου διὰ τῆς ὑποσχέσεως πλούτου; Ἀλλ᾽ αὐτὸς οὐδόλως ὑπολογίζει τὸν πλοῦτον. Νὰ τὸν κολακεύσω μὲ λόγους γλυκεῖς; Ἀλλ’ οὔτε δι’ αὐτῶν νικᾶται. Λοιπὸν ἄλλον τρόπον πρέπει νὰ μεταχειρισθῶ. Νὰ τὸν ρίψω ἐντὸς λέμβου καὶ νὰ τὸν ἀφήσω μόνον εἰς τὸ μέσον τῆς θαλάσσης. Τότε, ἂν εἶναι εὐσεβὴς καὶ καλὸς ἄνθρωπος, θέλει τὸν φυλάξει ἡ θεία Πρόνοια, ἂν δὲ εἶναι κακός, θέλει τὸν πνίξει ἡ θεία Δίκη καὶ δὲν θέλει φονευθῆ διὰ τῶν χειρῶν μου». Τοῦτο εἶπε μὲ τὸν λογισμὸν ὁ κριτὴς καὶ εὐθὺς ἐγένετο ἔργον.

Οὕτω λοιπὸν ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Θαλλέλαιος ἐρρίφθη ἐντὸς λέμβου καὶ ἐφέρετο ὑπὸ τῶν ρευμάτων τῆς θαλάσσης ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Ἦτο ὅμως τόσον ἀπτόητος, ὡς νὰ περιεπάτει εἰς τὴν στερεὰν γῆν. Ἐγείρας δὲ τὰς χεῖράς, του πρὸς τὸν οὐρανὸν εἶπε· «Πρὸς Σέ, Κύριε, ἦρα τὴν ψυχήν μου, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Πολλάκις Σὲ ἐπεκαλέσθην καὶ μὲ εὐσπλαγχνίσθης. Εὐσπλαγχνίσου με λοιπὸν καὶ τώρα καὶ ὁδήγησόν με εἰς λιμένα σωττηρίας, ἵνα μὴ μὲ καταπίῃ ὁ βυθὸς τῆς θαλάσσης καὶ στερηθῶ τὸ Μαρτύριόν Σου διὰ τὸ μέγα Ὄνομά Σου, ἀλλὰ πλήρωσε τὴν ἐπιθυμίαν μου, ἵνα θυσιάσω είς Σέ, τὸν Χριστόν μου, τὸ σῶμά μου καὶ διὰ τῆς ὑπομονῆς ἀξιωθῶ νὰ παρουσιασθῶ, μετὰ παρρησίας, πρὸ τοῦ φοβεροῦ Σου Κριτηρίου. Διότι οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ψυχῆς μου εἰς Σὲ ἐλπίζουσι, Κύριε».


Ὑποσημειώσεις

[1] Αἰγαί· ἀρχαία παράλιος πόλις τῆς Κιλικίας τῆς νοτίου Μικρᾶς Ἀσίας, ἱδρυθεῖσα ὑπὸ Ἑλλήνων ἀποίκων. Ὑπῆρξεν ἕδρα Ἐπισκοπῆς τῆς ὁποίας πρῶτος Ἐπίσκοπος ἐχρημάτισεν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ζηνόβιος ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν λʹ (30ὴν) Ὀκτωβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ιʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Ἐν τοῖς Μηναίοις προστίθεται ὅτι ὁ Ἅγιος ἀνευρέθη ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν κρυπτόμενος ἐντὸς ἐλαιῶνος παρὰ τὴν Ἀνάζαρβον τῆς Δευτέρας Κιλικίας. Ἡ Ἀνάζαρβος, ἢ τὰ Ἀνάζαρβα, ἦτο ἀρχαία Ἑλληνικὴ πόλις τῆς Κιλικίας κειμένη ἐπὶ ὁμωνύμου ὄρους. Ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ Εʹ αἰῶνος ἀπέβη πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ Μητρόπολις τῆς βʹ ἐπαρχίας Κιλικίας, ὑπὸ τὴν ὁποίαν ὑπέκειντο 9 Ἐπισκοπαί, ὧν πρώτη ἦτο ἡ τῆς Μοψουεστίας.