Διατί λοιπὸν σὺ βλασφημεῖς ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ λυτρωτοῦ καὶ Σωτῆρος τοῦ κόσμου; Ἔπρεπε μάλιστα νὰ πιστεύσῃς εἰς Αὐτὸν καὶ νὰ ἐγκαταλείψῃς τοὺς ματαίους θεούς σου, ἵνα κερδίσῃς τὴν αἰώνιον ζωήν. Ἄκουσόν με, ὦ ἐξουσιαστά, ἂν θέλῃς τὸ καλόν σου καὶ πίστευσον εἰς τὸν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ τότε θέλεις γνωρίσει τὴν εὐσπλαγχνίαν Του, τὴν φιλανθρωπίαν Του καὶ τὴν δύναμίν Του, τὴν θεραπεύουσαν ὄχι μόνον τὰς σωματικὰς ἀσθενείας, ἀλλὰ καὶ τὰς ψυχικὰς τοιαύτας τῶν ἁμαρτωλῶν. Διότι ὡς εὔσπλαγχνος καὶ φιλάνθρωπος ὅπου εἶναι, θέλει καὶ ποθεῖ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι».
Ταῦτα τοῦ Μάρτυρος λέγοντος καὶ βλέπων ὁ τύραννος, ὅτι ὁ λαὸς ἤκουε τοὺς σωτηρίους τούτους λόγους του μὲ μεγάλον πόθον, ἤναψεν ἀπὸ τὸν θυμὸν καὶ εἶπεν· «Ὤ! καλὸς ἐκδικητὴς τοῦ Χριστοῦ ἐγένεσο σὺ ὁ κατάδικος. Ἐγὼ τώρα θὰ σοῦ ἀποδείξω πόσον ματαίως ἐλπίζεις εἰς τὸν Χριστόν σου». Ὥρμησε δὲ ἐναντίον του, διὰ νὰ τὸν παιδεύσῃ διὰ τῶν ἰδίων του χειρῶν. Ἀλλ’ ὤ τῶν θαυμασίων σου, Χριστὲ Βασιλεῦ! ἐξηράνθησαν εὐθὺς καὶ αἱ δύο χεῖρες του καὶ ἔμειναν ἀνενέργητοι! Ὅμως καὶ μὲ τὸ σημεῖον τοῦτο δὲν ἐσωφρονίσθη ὁ τρισκατάρατος, ἀλλ’ ἐπρόσταξε τοὺς στρατιώτας νὰ βασανίσουν τὸν Μάρτυρα διὰ παντὸς εἴδους βασάνων. Εὐθὺς τότε οἱ ἀνήμεροι ἐκεῖνοι καὶ ἀπάνθρωποι ὑπηρέται, κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ ἐξουσιαστοῦ, ἐβασάνιζον αὐτὸν διὰ σιδηρῶν ὀνύχων, διὰ πυρός, διὰ μαχαιρῶν καὶ δι’ ἄλλων φρικτῶν μαρτυρίων. Ὁ δὲ Μάρτυς ἐδέχετο ὅλα μὲ μεγάλην ἀνδρείαν καὶ χαράν, διότι εἶχε μετ’ αὐτοῦ τὸν Χριστόν, τὸν ἀνακουφίζοντα ὅλας τὰς τιμωρίας. Οὕτως, ἂν καὶ ἐπληγώθη δι’ ἀναριθμήτων πληγῶν εἰς ὅλον τὸ σῶμα του, ἐξεσχίσθη διὰ σιδηρῶν ὀνύχων καὶ κατεκάη ὑπὸ τοῦ πυρός, ὅμως ἵστατο ἀνδρεῖος καὶ στερεὸς εἰς τὴν Πίστιν του.
Καταφρονῶν δὲ πάντα τὰ βασανιστήρια ὁ Ἅγιος ἔλεγεν εἰς τὸν τύραννον· «Μὴ νομίσῃς ὅτι θὰ φοβηθῶ τὰς τιμωρίας σου καὶ τον θάνατον, διὰ τοῦ ὁποίου μὲ ἀπειλεῖς. Διότι μὲ μεγάλην τόλμην θὰ τὸν πολεμήσω, ἐπειδὴ προτιμῶ νὰ ἀποθάνω μὲ εὐσέβειαν, παρὰ νὰ ζῶ μὲ ἀσέβειαν. Καὶ ἐὰν σὺ συντρίψῃς τοῦτο τὸ πήλινον ἀγγεῖον τῆς σαρκός μου, ὅμως τὸν θησαυρὸν τῆς ψυχῆς μου δὲν θέλεις δυνηθῆ νὰ τὸν ἁρπάσῃς. Καὶ ἂν μὲ ἐξαγάγῃς ἀπὸ ταύτης τῆς αἰσθητῆς σκηνῆς τοῦ σώματός μου, ὅμως δὲν θέλεις δυνηθῆ νὰ μοῦ στερήσῃς τὴν νοητὴν Μονὴν τῆς οὐρανίου Βασιλείας.