Τότε, ὤ τοῦ θαύματος! Εὐθὺς ἐγαλήνευσεν ἡ θάλασσα καὶ ὡς νὰ εὐσπλαγχνίσθη τὸν Ἅγιον, ἐν τελείᾳ γαλήνῃ ἔφερεν αὐτὸν εἰς τὸν αἰγιαλόν, πλησίον τῆς ἰδίας χώρας τῶν Αἰγῶν, ἐνδεδυμένον διὰ λευκοῦ ἱματίου.
Ἀκούσας ὁ κριτὴς τὸ τοιοῦτον θαῦμα, ἔμεινεν ἐκστατικὸς καὶ ἐπρόσταξε νὰ ὁδηγήσουν τὸν Ἅγιον ἔμπροσθέν του. Εὐθὺς λοιπὸν ἔτρεξαν οἱ στρατιῶται καί, ὡς ἄγριοι λύκοι, ἥρπασαν τὸ ἄκακον πρόβατον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔφεραν αὐτὸν πρὸ τοῦ κριτοῦ. Τότε μετέβησαν εἰς τὸ κριτήριον πολλοὶ εἰδωλολάτραι καὶ μάλιστα οἱ ἰατροί, οἵτινες ἐφθόνουν τὸν Ἅγιον διὰ τὰς ἰατρείας τὰς ὁποίας προσέφερε καὶ ἐφώναζον οἱ ἀλιτήριοι ἐναντίον τοῦ Μάρτυρος, παρακινοῦντες τὸν ἄδικον κριτὴν νὰ ἀποφασίσῃ τὴν θανάτωσίν του. Ὁ δὲ κριτὴς εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον· «Τί λέγεις, Θαλλέλαιε, διὰ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα σὲ κατηγοροῦν;». Ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «Ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον ἐγὼ προσκυνῶ καὶ λατρεύω, ἂς μὲ βοηθῇ καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἄς μὲ πολεμῇ. Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ὑπομείνω τὴν ταλαιπωρίαν ταύτην, χωρὶς νὰ λάβω ὑπ’ ὄψιν οὐδεμίαν σωματικὴν βάσανον, ἵνα οὕτω ἀξιωθῶ νὰ λάβω τὸν θάνατον διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μου». Τότε ὁ ἐξουσιαστής, διὰ νὰ καταπαύσῃ τὰς φωνὰς τοῦ λαοῦ καὶ πρὸς ἀπειλὴν τοῦ Μάρτυρος, εἶπε μὲ πανουργίαν καὶ ὄχι ἀληθῶς ταῦτα· «Ἐπειδὴ οὐδεὶς κακὸς δαίμων δὲν σὲ ἔπνιξεν εἰς τὴν θάλασσαν, ἐγὼ θὰ δώσω τώρα εἰς σὲ τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου. Λοιπὸν προστάζω νὰ καρφωθῇ οὗτος εἰς μίαν σανίδα διὰ τεσσάρων καρφίων καὶ μὲ πίσσαν κοχλάζουσαν νὰ περιχυθῇ, ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ἕως τῶν ποδῶν, ἔπειτα νὰ χωθῇ ἐντὸς τῶν πετρῶν καὶ νὰ καίεται διὰ πυρᾶς, ἕως ὅτου ἀποθάνῃ». Ταῦτα ἀκούσας ὁ μακάριος Θαλλέλαιος ἵδρωσε κατὰ τὸ πρόσωπον ὡς παλαιστὴς κουρασθεὶς ἀπὸ τὰ ἀγωνίσματα καὶ ἐκινήθη ἀσυναισθήτως εἰς δάκρυα.
Νομίσας τότε ὁ ἀναιδέστατος τύραννος, ὅτι ὁ Ἅγιος ἐφοβήθη, εἶπεν· «Οἱ δαίμονες ἔφυγον ἐξ αὐτοῦ καὶ διὰ τοῦτο δειλιάζει πρὸ τῶν βασάνων. Ὅμως ἐγὼ πρέπει νὰ τὸν εὐσπλαγχισθῶ». Καὶ εὐθὺς στρέψας πρὸς τὸν Ἅγιον, τοῦ εἶπεν· «Ἐὰν προσκυνήσῃς, Θαλλέλαιε, τοὺς θεούς, σοῦ ὑπόσχομαι πλοῦτον καὶ δόξαν πολλὴν καὶ πρὸς τούτοις τὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ τὴν γλυκύτητα τῶν θεῶν. Ἐὰν ὅμως δὲν θελήσῃς νὰ ὑπακούσῃς καὶ αὐτὰ θέλεις στερηθῆ καὶ τὴν ζωήν σου».