Τῇ Κ’ (20ῇ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΥ.

Διὰ τοῦτο δὲν ἔκαμνε καμμίαν διάκρισιν μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τῶν ἀπίστων, ἀλλ’ ἐθεράπευεν ἅπαντας. Ὅσοι λοιπὸν προσέτρεχον εἰς αὐτὸν ἐλάμβανον διπλῆν τὴν ἰατρείαν, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Διότι ὅλους ἐξ ἴσου εὐσπλαγχνίζετο καὶ συνεπάθει παρακαλῶν θερμῶς τὸν Θεόν, διὰ μὲν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ διορθώσουν τὰ σφάλματά των, διὰ δὲ τοὺς εἰδωλολάτρας νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πλάνην καὶ νὰ πιστεύσουν εἰς τὸν Χριστόν. Διὰ τοῦτο καὶ ἤλεγχεν ἀκόμη ἐκείνους οἵτινες δὲν συνεπάθουν τοὺς ἀπίστους εἰς τὰς συμφορὰς καὶ τὰς ἀσθενείας των.

Ἰδὼν δέ ποτε Χριστιανόν τινα, ὅστις ἦτο ὠργισμένος ἐναντίον εἰδωλολάτρου καὶ ἐχαίρετο διὰ τὴν δυστυχίαν του, ἐλυπήθη πολὺ καὶ ἐλέγξας αὐτὸν διὰ τὴν σκληρότητα τῆς γνώμης του, εἶπε· «Δὲν πρέπει νὰ χαίρεσαι, ἀδελφέ, διὰ τὸ κακὸν τοῦ ἀδελφοῦ σου, διότι αἱ συμφοραὶ καὶ τὰ πάθη εἶναι κοινὰ εἰς ὅλους καὶ δὲν γνωρίζει τις τὶ ἔχει νὰ πάθῃ ἕως τέλους». Ἐπειδὴ δὲ ὁ Χριστιανὸς εἶπεν, ὅτι κάλλιον νὰ ἀποθάνουν τὸ συντομώτερον οἱ ἀσεβεῖς παρὰ νὰ ζοῦν, διότι τί ὄφελος κάμνουν ἐὰν ζοῦν, ἀφοῦ ἐγήρασαν εἰς τὴν ἀσέβειαν καὶ εἰς ὅλα τὰ κακά, ὁ μακάριος Θαλλέλαιος ἀπεκρίθη· «Ἡμεῖς, ἀδελφέ, ἔχομεν ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Κύριόν μας νὰ προσευχώμεθα διὰ τὸ καλὸν τῶν ἐχθρῶν μας καὶ ὄχι νὰ χαιρώμεθα διὰ τὸ κακὸν αὐτῶν. Διότι διὰ τοῦ τρόπου τούτου ἐξασθενοῦμεν τὴν ἀπιστίαν των καὶ διὰ τῆς συμπαθείας φέρομεν αὐτοὺς εἰς τὴν εὐσέβειαν». Διὰ τούτων καὶ ἄλλων λόγων ἐμαλάκωσε τὴν σκληρότητα τοῦ Χριστιανοῦ ἐκείνου, ἐπιτυχών, ὁ εὐλογημένος, νὰ γίνῃ ἐκεῖνος εὔσπλαγχνος.

Ἔχων δὲ ὁ Ἅγιος πολὺν ζῆλον εἰς τὴν εὐσέβειαν, ἠγωνίζετο διὰ διαφόρων τρόπων νὰ ἐξαλείψῃ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων. Δια τοῦτο μετέβαινε τὴν νύκτα καὶ ἔκοπτε τὰ ὑψηλὰ δένδρα τοῦ Λιβάνου, ὑπὸ τὰ ὁποῖα συνηθροίζοντο οἱ εἰδωλολάτραι καὶ ἔκαμνον τὰς θυσίας εἰς τοὺς θεούς των, μολύνοντες τὰς ψυχάς των μὲ τὰς πορνείας. Διότι ἐκεῖ ἐγίνοντο πολλαὶ διασκεδάσεις καὶ χοροὶ γυναικῶν μετὰ μουσικῶν ὀργάνων. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἐκκοπὴν τῶν δένδρων ἀπέκοπτε τούτους ό Ἅγιος καὶ άπὸ τὰς θυσίας τῶν μιαρῶν εἰδώλων καὶ ἀπὸ τὰς ἀσελγεῖς πράξεις των. Ἔπειτα, διὰ μέσου τῆς ἰατρικῆς, ἔσυρε πολλοὺς πρὸς αὐτόν, τοὺς ὁποίους ὡδήγει κατόπιν εἰς τὴν ἀληθινὴν Πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Αἰγαί· ἀρχαία παράλιος πόλις τῆς Κιλικίας τῆς νοτίου Μικρᾶς Ἀσίας, ἱδρυθεῖσα ὑπὸ Ἑλλήνων ἀποίκων. Ὑπῆρξεν ἕδρα Ἐπισκοπῆς τῆς ὁποίας πρῶτος Ἐπίσκοπος ἐχρημάτισεν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ζηνόβιος ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν λʹ (30ὴν) Ὀκτωβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ιʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Ἐν τοῖς Μηναίοις προστίθεται ὅτι ὁ Ἅγιος ἀνευρέθη ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν κρυπτόμενος ἐντὸς ἐλαιῶνος παρὰ τὴν Ἀνάζαρβον τῆς Δευτέρας Κιλικίας. Ἡ Ἀνάζαρβος, ἢ τὰ Ἀνάζαρβα, ἦτο ἀρχαία Ἑλληνικὴ πόλις τῆς Κιλικίας κειμένη ἐπὶ ὁμωνύμου ὄρους. Ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ Εʹ αἰῶνος ἀπέβη πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ Μητρόπολις τῆς βʹ ἐπαρχίας Κιλικίας, ὑπὸ τὴν ὁποίαν ὑπέκειντο 9 Ἐπισκοπαί, ὧν πρώτη ἦτο ἡ τῆς Μοψουεστίας.