Ὁ δὲ ἀδελφὸς τοῦ πλοιάρχου, ἂν καὶ φοβούμενος νὰ βαστάσῃ καὶ μεταφέρῃ τὰ Ἅγια, γνωρίζων ὅμως τὶ ἔμελλε νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν Ἅγιον Ἀκάκιον, ὑπακούσας, ἔλαβε τὸ ἀρτοφόριον ἐκ τῶν χειρῶν αὐτοῦ καὶ εἰσελθὼν εἰς πλοιάριον καὶ πλεύσας ἀπήρχετο εἰς τὴν φυλακήν. Φθάσας δὲ ἐκεῖ, Θεοῦ εὐδοκίᾳ εἰσῆλθεν ἀνεμποδίστως· διότι οἱ φύλακες, ἂν καὶ ἦσαν περισσότεροι τῶν τεσσαράκοντα ἐκ διαφόρων ταγμάτων προερχόμενοι, διατεταγμένοι ἵνα φρουροῦν τὴν φυλακήν, εὑρέθησαν τὴν στιγμὴν ταύτην τρώγοντες. Ἕνεκα τούτου οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν εἶδε τὸν ἀδελφὸν τοῦ πλοιάρχου εἰσερχόμενον εἰς τὴν φυλακήν.
Ἀγνοῶν, ὅμως οὗτος τὸν τόπον εἰσῆλθεν εἰς τὸ ἐξωτερικὸν δεσμωτήριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἦσαν φυλακισμένοι οἱ χρεωστοῦντες δάνεια καὶ μὴ ἔχοντες νὰ ἀποδώσωσι ταῦτα εἰς τοὺς δανειστάς. Παρατηρῶν δὲ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, μήπως ἴδῃ τὸν Ἅγιον καὶ μὴ γνωρίζων, ὅτι εἶναι καὶ ἄλλη φυλακὴ διὰ τοὺς εἰς θάνατον καταδίκους, εὑρίσκετο ἐν ἀπορίᾳ τί νὰ πράξῃ. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ δοῦλος τοῦ παντοπώλου, ὅστις εἶχεν ἄδειαν νὰ εἰσέρχεται εἰς τοὺς φυλακισμένους τρὶς τῆς ἡμέρας, διὰ νὰ φέρῃ ὕδωρ πρὸς αὐτούς, ἠρώτησεν αὐτόν· «Τί ζητεῖς, φίλε, καὶ ἦλθες ἐδῶ;». Ἐκεῖνος τότε ἀπεκρίθη· «Μήπως ἤκουσας νὰ φέρωσιν ἐδῶ κάποιον ὁ ὁποῖος θέλει νὰ μαρτυρήσῃ;». Εἶπεν ἐκεῖνος· «Μάλιστα· ἐκεῖνον ζητεῖς νὰ συναντήσῃς; Ἔλα μαζί μου νὰ τὸν ἰδῇς ἀπὸ τὸ παράθυρον». Ἔδειξε λοιπὸν εἰς αὐτὸν τὸν Ἀκάκιον, εὑρισκόμενον ἐκεῖ δεδεμένον εἰς μίαν γωνίαν μὲ τέσσαρας ἁλύσεις καὶ τοὺς πόδας του ἔχοντα ἀσφαλισμένους εἰς τὸ ξύλον τῆς ποδοκάκης καὶ τοῦ εἶπεν· «Ἐπρόσταξεν ὁ βεζύρης νὰ φυλάττηται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον εἰς τὴν φυλακήν· γνώριζε ὅμως, ὅτι ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ ἐμὲ δὲν συγγωρεῖται νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν φυλακήν· διὰ τοῦτο, ἐὰν θέλῃς νὰ τοῦ εἴπῃς κάτι, εἰπὲ αὐτὸ εἰς ἐμὲ καὶ ἐγὼ θέλω μεταβιβάσει εἰς αὐτὸν τοὺς λόγους σου».
Ἰδὼν λοιπὸν ἐκεῖνος ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ πράξῃ τίποτε μόνος, παρέδωκε τὸ ἀρτοφόριον εἰς τὸ παιδίον, ἀφοῦ ἐγνώρισεν ὅτι ἦτο Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς καὶ τοῦ ἐφανέρωσεν ὅλην τὴν ἀλήθειαν, τὸν παρεκάλεσε δὲ νὰ εἴπῃ εἰς τὸν Ἀκάκιον, ὅτι ὁ Γέρων Γρηγόριος, ὁ Πνευματικός σου Πατήρ, ἀποστέλλει πρὸς σὲ τοῦτον τὸν ζωοπάροχον θησαυρὸν καὶ δέεται θερμῶς τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ σοῦ, νὰ σὲ ἐνισχύσῃ. Τὸ δὲ παιδίον, λαβὸν τὸ ἀρτοφόριον καὶ εἰσελθὸν εἰς τὸ δεσμωτήριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο φυλακισμένος ὁ Μάρτυς, ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασεν τοῦ ἔδωκεν εἰς χεῖρας τὸ ἀρτοφόριον, ἀναγγείλας συγχρόνως καὶ τὰς παραγγελίας τοῦ Γέροντος, τὸν παρηγόρησε δὲ κατὰ πάντα τρόπον, καὶ τὸν συνεβούλευσε, νὰ εἶναι σταθερὸς καὶ γενναῖος εἰς τὴν ἀπόφασίν του.