Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος ΜΑΡΚΟΥ τοῦ ἀπὸ Σμύρνης καταγομένου καὶ ἐν Χίῳ ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωα’ (1801) ἀπὸ Χριστοῦ.

Πρόσεξον καλά, εἶπεν ὁ κριτὴς ἐν ὀργῇ. Διότι κινδυνεύεις νὰ πάθῃς πολλὰ καὶ οὐδὲ ἀπὸ θάνατον δὲν θέλεις ἀποφύγει. Εἴθε, ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς μὲ, σταθερότητα. Ἐγὼ διὰ τοῦτο ἦλθον ἐδῶ καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνω ὅλα τὰ βασανιστήρια διὰ τὸν Χριστόν μου». Τότε ὁ κριτὴς ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ κολακευτικώτερον πρὸς τὸν Μάρτυρα. «Ζήτησόν μοι ὅ,τι θέλεις, παιδί μου, καὶ εἶμαι πρόθυμος νὰ σοὶ προσφέρω ὅ,τι θελήσῃς» ἔλεγεν ὁ κριτής. Ἀλλ’ ὁ μάρτυς ἀπεκρίθη· «Μίαν χάριν σοῦ ζητῶ. Νὰ μὲ ἀποστείλῃς εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν μου. Ζητῶ δὲ τοῦτο καὶ ποθῶ νὰ προσφέρω τὸ αἷμά μου διὰ τὸν Ἰησοῦν, τὸν Πλάστην μου, διότι ἐλύπησα αὐτὸν πολὺ μὲ τὴν ἄρνησίν μου». Δὲν ἔλεγε δὲ ταῦτα μὲ φωνὴν τεταραγμένην, ἀλλὰ μετὰ γενναιότητος, παρρησίας μεγάλης καὶ φρονήματος ἀφόβου, ὥστε τοὺς πάντας ἐξέπληξε. Ὅθεν ὁ κριτὴς παρέδωσεν αὐτὸν εἰς τὸν φρούραρχον διὰ νὰ τὸν κλείσῃ εἰς τὴν φυλακήν. Οἱ δὲ ὑπηρέται παραλαβόντες αὐτόν, ἔλεγον καθ’ ὁδόν. «Ἄνθρωπε, ἔλα εἰς τὸν ἑαυτόν σου καὶ ὅ,τι ἔχεις ἀνάγκην θὰ σοῦ δώσωμεν. Καὶ χρήματα καὶ ἐνδύματα καὶ ὅτι, ἄλλο θέλεις». Ἀλλ’ ὁ Μάρτυς ἀπεκρίνετο. «Ὅλα ταῦτα εἶναι μάταια καὶ φθαρτά. Κρατήσατε λοιπὸν ταῦτα διὰ τὸν ἑαυτόν σας. Διότι ἐγὼ οὐδὲν ἄλλο ζητῶ, παρὰ νὰ μὲ ἀποστείλετε ὅσον τὸ δυνατὸν συντομώτερον πρὸς τὸν Χριστόν μου».

Ἔρριψαν λοιπὸν τὸν Μάρτυρα εἰς τὴν φυλακήν, τοὺς δὲ πόδας αὐτοῦ συνέσφιγξαν διὰ τῆς ποδοκάκης. Εἶχε δὲ ὁ μακάριος φωνὴν μελῳδικὴν καὶ λίαν εὐχάριστον καὶ οὕτω συχνὰ συνήθιζε νὰ ψάλλῃ εἱρμοὺς καὶ ἄλλους ψαλμούς. Κυριευθεὶς ὅθεν καὶ τότε ὑπὸ θείας κατανύξεως καὶ χαρᾶς πνευματικῆς διότι ἠξιώθη παρὰ Κυρίου νὰ πάσχῃ ὑπὲρ τοῦ θείου Αὐτοῦ ὀνόματος, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ ὕμνους πρὸς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, λέγων συχνάκις: Δόξα σοι ὁ Θεός. Ὁ δὲ ἀρχιφύλαξ τῶν φυλακῶν, ὅστις ἐκάθητο ἔξω τῆς φυλακῆς μὲ τοὺς φύλακας, ἦτο ἄνθρωπος ὑπερήφανος καὶ κακόγνωμος καὶ δὲν ὑπέφερεν, ὡς ἄλλη ἀσπίς, νὰ ἀκούῃ τὴν γλυκυτάτην τοῦ Μάρτυρος ψαλμῳδίαν, ψάλλοντος οὐχὶ ὡς νὰ εὑρίσκετο ἐν τῇ φυλακῇ καὶ ἐν βασάνοις, ἀλλ’ ὡς εἰς χαροποιὸν συμπόσιον. Ὅθεν ἤνοιξεν ἐν ὀργῇ τὴν φυλακὴν καὶ εἶπεν εἰς τὸν Μάρτυρα μὲ τρόπον βίαιον. «Τραγουδεῖς, κακομοίρη;». Ἔπειτα ἀνοίξας τὸ ξύλον ἤνοιξε καὶ τὰ σκέλη τοῦ Μάρτυρος τόσον ὅσον δὲν ἦτο δυνατὸν πλέον νὰ ἀνοίξουν καὶ ἐκεῖ μὲ βίαν πολλὴν ἤνοιξε τοὺς ἁγίους αὐτοῦ πόδας. Τοῦτο κατὰ τὴν γνώμην ἰατροῦ τινος καὶ καθὼς δύναταί τις νὰ ἐννοήσῃ ἦτο σκληρότατον βασανιστήριον, διότι ἔπασχε σφοδρῶς τὸ ἱερὸν ὀστοῦν. Μετὰ δὲ τοῦτο ἐλάκτιζε τὸν Μάρτυρα μὲ μανίαν πολλὴν ὅπου εὕρισκεν, εἰς τὴν κεφαλήν, εἰς τὸ στῆθος, εἰς τὴν κοιλίαν, εἰς τὸν λαιμόν.