Ἡ θεία χάρις λοιπὸν ἐφώτισε τὸν πνευματικὸν καὶ εὗρε τὸν τρόπον. Ἡ Μαρία ἐσύχναζεν εἰς τον οἶκον τοῦ ἀγᾶ καὶ ὁ πνευματικὸς συνεβούλευσεν αὐτὴν νὰ παύσῃ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μεταβαίνῃ ἐκεῖ καὶ νὰ προσποιηθῇ ὅτι εἶναι ἀσθενής. Οὕτω καὶ ἔπραξεν ἡ Μαρία, ὑπακούσασα εἰς τὴν συμβουλὴν τοῦ πνευματικοῦ. Ὁ δὲ ἀγᾶς ἀπέστειλεν ἰατρὸν λίαν ἔμπειρον, μετὰ τοῦ Μάρκου, ἵνα ἐπισκεφθῇ τὴν ἀσθενοῦσαν. Ὁ ἰατρὸς ἦτο πολὺ θεοσεβὴς καὶ φίλος στενὸς τοῦ πνευματικοῦ. Ὅθεν ἐπείσθη εἰς τοὺς λόγους του νὰ εἴπῃ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θὰ ὑπεβοήθουν τὸν σκοπόν των. Ὡς λοιπὸν ἐπέστρεψεν ὁ ἰατρὸς εἰς τὸν ἀγᾶν, εἶπε πρὸς αὐτόν: Ἡ γυνὴ αὕτη, ἀγᾶ μου, πάσχει βαρέως ἐξ ἀσθενείας μητρικῆς, τὴν ὁποίαν οὔτε ἐγὼ δύναμαι νὰ θεραπεύσω, οὔτε ἄλλος ἐκ τῶν ἰατρῶν. Ἀλλ’ εἰς τὴν Σμύρνην εὑρίσκεται μία Ἑβραία, ἥτις μόνη γνωρίζει τὴν τέχνην νὰ ἰατρεύῃ τοιαῦτα πάθη. Ἂν λοιπὸν εἶναι ὁ ὁρισμός σου νὰ τὴν στείλῃς εἰς ἐκείνην, θέλει θεραπευθῆ. Διότι κατ’ ἄλλον τρόπον δὲν θὰ ἴδῃ τὴν ὑγείαν της. Ἐπείσθη τότε ὁ ἀγᾶς καὶ καλέσας τὸν Μᾶρκον ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ ἑτοιμασθῇ διὰ νὰ ὑπάγῃ μετὰ τῆς Μαρίας εἰς τὴν Σμύρνην καὶ πάλιν νὰ ἐπιστρέψουν. Ὅθεν πράγματι ἡτοιμάσθησαν καὶ ἐξεκίνησαν μετὰ τοῦ τέκνου, ἀφοῦ παρῆλθον ἐννέα μῆνες ἀπὸ τῆς ἐξωμοσίας των.
Ὅμως, συνεργείᾳ τοῦ μισοκάλου δαίμονος, ὁ ἀγᾶς ὑπωψιάσθη, ὅτι διὰ νὰ φύγουν ἐκεῖθεν διὰ παντὸς προσεποιήθησαν τὴν ἀσθένειαν τῆς γυναικός. Καὶ κυριευθεὶς ὑπὸ ἄκρας ὀργῆς, ἔστειλε κατόπιν αὐτῶν ἄνθρωπόν του μὲ γράμματα πρὸς τὸν ἀνώτερον δικαστικὸν κριτὴν τῆς Σμύρνης, ἵνα συλλάβῃ τούτους καὶ ἀποστείλῃ σιδηροδεσμίους, ὁρκισθεὶς ὅτι ὡς ἐπανήρχοντο θὰ ἐκρέμα καὶ τοὺς τρεῖς καὶ τὸν σύμβουλόν των, ἂν ἐμάνθανε ποῖος ἦτο. Ὁ ταχυδρόμος ἔφθασεν αὐτοὺς εἰς τοὺς ἀνεμομύλους τῆς Σμύρνης. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐγνώριζεν αὐτοὺς ἀντιπαρῆλθεν. Ἀλλ’ ὁ Μᾶρκος, ἐννοήσας ὅτι μεταβαίνει δι’ αὐτούς, ἔσπευσε καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν Σμύρνην καὶ εὐθὺς εὑρὼν ἐκεῖ πλοῖον ἕτοιμον νὰ ἀποπλεύσῃ διὰ τὴν Τεργέστην, τοῦ ὁποίου τὸν πλοίαρχον ἐγνώριζεν, ἐπεβιβάσθη μετὰ τῆς Μαρίας καὶ τοῦ τέκνου. Ἦτο δὲ τότε τὸ σωτήριον ἔτος 1792. Ὅθεν, Θεοῦ βοηθοῦντος, ἠλευθερώθησαν ἀπὸ τοὺς τόπους τῆς ἀσεβείας. Ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ ἡ Τεργέστη δὲν ἦτο τόπος πρὸς μετάνοιαν, ὁ ψυχοσώστης Κύριος δὲν συνεχώρησε νὰ μεταβοῦν ἐκεῖ καὶ οὕτω, λόγῳ ἐμποδίων, ἠναγκάσθησαν νὰ ἀποβιβασθοῦν εἰς τὰς νήσους τῆς Βενετίας, ὅπου, κατὰ τὴν τάξιν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐχρίσθησαν διὰ τοῦ Ἁγίου Μύρου καὶ ἠξιώθησαν νὰ μεταλάβουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Μετὰ δὲ ταῦτα ἠκολούθησε καὶ ἡ εὐλογία τοῦ γάμου.