Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος ΜΑΡΚΟΥ τοῦ ἀπὸ Σμύρνης καταγομένου καὶ ἐν Χίῳ ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωα’ (1801) ἀπὸ Χριστοῦ.

Μὲ μεγάλην του λύπην ἠναγκάσθη τότε ὁ Ἅγιος νὰ ὑπακούσῃ εἰς τοὺς λόγους τοῦ πνευματικοῦ. Ὅθεν ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὴν Χίον μὲ στερεὰν τὴν ἀπόφασιν νὰ λάβῃ τὸ ποθούμενον τέλος. Ἀφοῦ δὲ μετέβη ἐκεῖ, ἔδειξε, μεγάλην φρόνησιν ὁ εὐλογημένος. Διότι, διὰ νὰ μὴ προξενήσῃ κακὸν εἰς κανένα Χριστιανόν, δὲν μετέβη εἰς τὸν οἶκον οὐδενὸς ἐκ τῶν φίλων του, οὐδὲ ἐμφανῶς συνανεστράφη κανένα γνώριμόν του, ἀλλ’ ἔμεινεν εἰς ἕνα τόπον ἀπόκρυφον. Τὴν δὲ πρωΐαν, ὅτε ἐξημέρωνε Κυριακή μετέβη εἰς μίαν ἀπόμερον Ἐκκλησίαν ὅπου ἤκουσε τὸν Ὄρθρον καὶ τὴν θείαν Λειτουργίαν καὶ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Τὴν ἀκόλουθον νύκτα, ἐνῷ ἐξημέρωνεν ἡμέρα Δευτέρα, δύο ἀδελφοὶ ἱερωμένοι, μετὰ τῶν ὁποίων εἶχε στενὴν γνωριμίαν, ἐκάλεσαν αὐτὸν εἰς τὸ κελλίον των καὶ προσεπάθησαν νὰ ἐμποδίσουν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ μαρτυρίου λέγοντες: «Ἀδελφέ, μὴ λυπεῖσαι διότι δὲν ἐπέτυχες τοῦ ποθουμένου σου. Ὁ Θεὸς ὁ ἐρευνῶν τὰ βάθη τῶν καρδιῶν γνωρίζει τὸν πόθον σου καὶ σὲ ἀνταμείβει, ὡς νὰ συνεπλήρωνες καὶ διὰ τοῦ ἔργου τὸ μαρτύριον, διότι εἶσαι Μάρτυς τῇ προαιρέσει. Λοιπὸν ἂν θελήσῃς νὰ σταθῇς ἕως ἐδῶ, ἱκανῶς ἐπλήρωσες τὸ χρέος σου. Ὅθεν εἰς τὸ ἑξῆς ἄλλο τι δὲν σοὶ ἀναγκαιοῖ, εἰ μὴ νὰ φυλάττῃς ἀκριβῶς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲ θέλῃς, ἠμπορεῖς νὰ μεταβῇς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐκεῖ νὰ ζήσῃς ἐν ἡσυχίᾳ ζωὴν ἁγίαν».

Ταῦτα καὶ ἄλλα παρόμοια ἔλεγον πρὸς τὸν Ἅγιον Μάρτυρα Μᾶρκον ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί. Ἀλλ’ οὗτος ὁ μακάριος μᾶλλον ᾐσθάνετο ὅτι ἐκ τῆς ἀποτυχίας ἐκείνης ἤναψεν ἐντὸς τῆς καρδίας του περισσότερον ἡ φλὸξ τοῦ θεϊκοῦ πόθου καὶ ἀπεκρίθη: «Μὴ γένοιτο, ἀδελφοί, νὰ σταθῶ ἕως ἐδῶ, διότι τοῦτο εἶναι δι’ ἐμὲ ἡ ἐσχάτη ζημία καὶ δυστυχία. Διακαῶς ποθῶ νὰ ἀποθάνω διὰ τὸν Ἰησοῦν μου. Τὴν ἀνομίαν μοι ἐγνώρισα καὶ τὴν ἁμαρτίαν μου οὐκ ἐκάλυψα. Ὅθεν θέλω νὰ ἐξαλείψω ταύτην διὰ τοῦ αἵματός μου, ἂν δὲ ἀκόμη καὶ τὰ κολαστήρια τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Πέρσου κάμουν εἰς ἐμέ, ἕτοιμος εἶμαι νὰ τὰ δεχθῶ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Σωτῆρός μου».

Οὕτω διῆλθε τὸ περισσότερον μέρος τῆς νυκτὸς μὲ λόγους ψυχωφελεῖς, ᾄσματα πνευματικὰ καὶ ἀναγνώσεις βίων Μαρτύρων. Κατόπιν ἀνέγνωσαν τὸ ἀπόδειπνον. Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Μᾶρκος ἀνέγνωσε μόνος τὴν Ἀκολουθίαν τῆς Ἁγίας Μεταλήψεως, μετὰ βαθείας κατανύξεως καὶ δακρύων, ποιήσας πολλὰς μετανοίας, μετὰ τὰς ὁποίας ἐκουράσθη καὶ ἐκάθησεν, τότε δὲ κατέλαβεν αὐτὸν ἐλαφρὸς ὕπνος. Καὶ ἐφάνη εἰς αὐτὸν ὡραιότατος νεανίας εἰπών· «ἤγγικεν ἡ τοῦ θείου δαψιλής». Μὲ τὸν λόγον δὲ τοῦτον εὐθὺς ἐξύπνησεν.