Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος ΜΑΡΚΟΥ τοῦ ἀπὸ Σμύρνης καταγομένου καὶ ἐν Χίῳ ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωα’ (1801) ἀπὸ Χριστοῦ.

Τότε ὁ Ἅγιος Μάρτυς εἷπεν εἰς τὸν ἀρχιφύλακα. «Ἂν ἐγνώριζες, ταλαίπωρε, ποῦ ὑπάγω, ἤθελες σηκώσῃς τὸ ξύλον τοῦτο καὶ μὲ ἀκολουθήσῃς». Τότε ἐκεῖνος πάλιν ἐκτύπησε τὸν Μάρτυρα διὰ πολλῶν λακτισμάτων μὲ ὅλην τὴν ἀπανθρωπίαν καὶ εἰς ὅλα τὰ μέρη τοῦ σώματος καὶ μὲ πλαγίαν τὴν σπάθην τὸν κατεσπάθιζεν ἀλύπητα, ἐνῷ ὁ Μάρτυς ἔλεγε· «Κτυπᾶτε, ὅσον δύνασθε. Διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ μου, ἕτοιμος εἶμαι νὰ δεχθῶ ὅλα τὰ μαρτύρια». Ἀκαταπαύστως δὲ ἐδόξαζε τὸν Θεόν, ὁ μακάριος, λέγων. «Δόξα Σοι Βασιλεῦ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ ἀξιώσας με νὰ λάβω διὰ τὸ ὄνομά Σου τὸ Ἅγιον τοιαύτας τρυφάς». Καὶ ἂν καὶ εὑρίσκετο εἰς τοιαύτην φρικτὴν κατάστασιν, ἔψαλλε χαίρων τοὺς ὕμνους τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ τὸ «Παῖδας εὐαγεῖς ἐν τῇ καμίνῳ», συχνάκις δὲ ἔλεγε. «Δέξαι με, Κύριε, τὸν ἀρνητήν».

Τὴν Τρίτην, πρὸς τὸ ἑσπέρας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν φυλακὴν εἷς Χριστιανὸς πολὺ φιλομάρτυς, Φραγκούλης τὸ ὄνομα, ὁ ὁποῖος ἦτο καὶ οἰκεῖος τοῦ φρουράρχου καὶ οὗτος ἔφερεν ἀσπασμοὺς πρὸς τὸν ἀθλητὴν τοῦ Χριστοῦ ἐκ μέρους στενῶν φίλων του καὶ ἀνήγγειλεν εἰς τὸν Μάρτυρα ὅτι ἐκτενῶς παρακαλοῦν τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἐνισχύσῃ, ἵνα ὑπομείνῃ μέχρι τέλους. Ὁ Μάρτυς τότε ἀπεκρίθη: «Προσκύνησον ἐκ μέρους μου ὅλους αὐτοὺς καὶ τοὺς εὐχαριστῶ διὰ τὰς φροντίδας τὰς ὁποίας λαμβάνουν διὰ τὴν σωτηρίαν μου. Καὶ εἰπὲ εἰς αὐτοὺς νὰ ἔχουν ἥσυχον τὴν καρδίαν καὶ νὰ μὴ φοβῶνται καθόλου, διότι κρατῶ ὑψηλὰ τὴν σημαίαν τοῦ Χριστοῦ». Οὕτως ἀπεκρίθη. Καθ’ ὅλην δὲ τὴν νύκτα ἐδείκνυε μὲγάλην χαρὰν καὶ εἶπε πρὸς τοὺς παρόντας: «Ἀδελφοί, χαίρετε, διότι αὔριον τελεῖται ὁ γάμος μου». Καὶ ἐπειδή τινες ἔκλαιον, ἐπέπληξεν αὐτοὺς καὶ ὠνείδισεν, εἰπών, ὅτι δὲν κάμνουν καλὰ νὰ λυπῶνται καὶ νὰ κλαίουν διὰ τὴν ἰδικήν του χαράν, διότι τότε μόνον θὰ εἷχον θέσιν τὰ δάκρυα, ὅταν παρεξέκλινεν εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀπωλείας. Ἀλλὰ τώρα, εἶπεν, ὅτε μεταβαίνω διὰ νὰ ἀπολαύσω τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν, δὲν ἀρμόζουν λύπαι καὶ δάκρυα. Ταῦτα δὲ εἶπε ἄλλοτε καὶ εἰς ἄλλους πρὶν ἢ ἀκόμη παρουσιασθῇ εἰς τὸ κριτήριον. Καὶ πάλιν ἐξηκολούθει νὰ ψάλλῃ τοὺς ὕμνους τῆς Θεοτόκου καὶ τὰ παρόμοια καὶ δὲν ἔπραττε τίποτε ἄλλο, εἰ μὴ νὰ ἀποδίδῃ ὁλοψύχους εὐχαριστίας πρὸς τὸν Κύριον, τὸ ἀξιώσαντα αὐτὸν νὰ πάθῃ διὰ τὸ ὄνομα Αὐτοῦ, παρακαλῶν τὴν ἀγαθότητά Του νὰ ἀπολαύσῃ καὶ τὸ ποθούμενον τέλος.