Εὐθὺς τότε ὁ ἀλιτήριος ἐκεῖνος Τοῦρκος, ἐμφανισθεὶς εἰς τὸ μέσον, εἶπε μετὰ θρασύτητος καὶ τρόπου βαρβάρου πρὸς τὸν Κωνσταντῖνον. «Δὲν γνωρίζω ἐγώ, ὅτι εἶσαι ἀδελφὸς τοῦ τάδε καὶ τοῦ τάδε Τούρκου καὶ ὅτι μετήρχεσθε τὴν τέχνην τοῦ λαχανοπώλου εἰς τὴν Σμύρνην; Πῶς λοιπὸν ψεύδεσαι, ἀναίσχυντε;». Τότε ὁ ἅγιος Μάρτυς ἀπέθετο τὸ ψεῦδος εἰς τοὺς ψεύστας, κατὰ τὸν Ἀπόστολον, καὶ ἤρξατο λαλεῖν τὴν ἀλήθειαν. Ἐπειδὴ νομίμως ἦλθε καὶ ἡ ὥρα νὰ μαρτυρήσῃ τὴν ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν ἐδίψα. Ἀπεκρίνατο λοιπὸν παρρησίᾳ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ. «Ναί· Τοῦρκος ἤμην, καθὼς σεῖς ἀσεβεῖς καὶ ἄνομοι· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐφωτίσθην παρὰ Θεοῦ καὶ ἐπληροφορήθην, ὅτι ματαία εἶναι ἡ πίστις τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ μόνη ἡ τῶν Χριστιανῶν πίστις εἶναι ἀληθὴς καὶ ἀμώμητος, διὰ τοῦτο, γνωρίσας τὸ συμφέρον μου, ἔγινα Χριστιανός, διὰ νὰ κερδίσω τὴν αἰώνιον ζωήν». Τότε ὁ ἀγᾶς ἐπρόσταξε νὰ δείρωσιν αὐτὸν καὶ μετὰ τὴν μαστίγωσιν νὰ κλείσωσιν εἰς φυλακήν, ἕως ὅτου συλλογισθῇ τὸ συμφέρον του. Ἔστειλε δὲ καὶ ἐπιστολὴν πρὸς τὸν ἀγᾶν τῶν Μοσχονησίων, ἵνα ταχέως ἔλθῃ πρὸς αὐτόν, διότι εἶναι ἀνάγκη.
Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἔφθασε καὶ αὐτὸς ἐκεῖ, πρὸς τὸν ὁποῖον καὶ ἀνήγγειλε τὰ κατὰ τὸν Μάρτυρα. Ἐξαγαγόντες ὅθεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς καὶ καλέσαντες πρὸ αὐτῶν εἶπον, ἂν ἐγνώρισε τὸ συμφέρον του, νὰ ὁμολογήσῃ τὴν λαμπροτάτην αὐτῶν θρησκείαν καὶ νὰ παραχωρήσουν εἰς αὐτὸν πολλὰς τιμὰς καὶ ἀξιώματα. Εἰ δὲ μή, θέλουσι κατατεμαχίσει μὲ πικρὰς τιμωρίας τὰς σάρκας αὐτοῦ. Ὁ δὲ Μάρτυς θαρραλέως ἀπεκρίθη πρὸς αὐτούς, ὅτι ἦτο ἀδύνατον νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὰς φλυαρίας των. Τότε ἐκεῖνοι ἐπρόσταξαν νὰ μαστιγώσωσιν αὐτὸν καὶ νὰ τὸν κλείσωσι πάλιν εἰς τὴν φυλακήν.
Εὑρισκομένου τοῦ Ἁγίου ἐγκαθείρκτου διεδόθη τὸ γεγονὸς εἰς ὅλην τὴν χώραν τῶν Κυδωνιῶν καὶ πολλοὶ Χριστιανοὶ ἤρχοντο καὶ ἔβλεπον αὐτὸν παραθαρρύνοντες κρυφίως. Ὁ δὲ Ἅγιος παρήγγειλεν εἰς αὐτοὺς νὰ δέωνται ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ νὰ εἰδοποιήσωσι τοὺς ἱερεῖς, ὥστε νὰ βοηθήσουν ἵνα τελειώσῃ τὸν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου γενναίως.