Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν ΠΕΤΡΟΥ τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει τοῦ Ἄθω ἀσκήσαντος.

Αἴφνης πλησίον τοῦ Ἁγίου παρουσιάσθη μία μεγάλη καὶ ὡραιοτάτη ἔλαφος, ἥτις ἐπήδα καὶ ἔπαιζεν εἰς τὸν τόπον ὅπου εὑρέθη. Ὁ δὲ κυνηγός, ὅταν εἶδε τοιοῦτον καλὸν κυνήγιον, ἀφῆκεν ὅλα τὰ ἄλλα ζῷα καὶ μόνον ἐκεῖνο ἀπεφάσισε νὰ κυνηγήσῃ. Ἡ δὲ ἔλαφος, ὡς νὰ τὴν ὡδήγει κανείς, ἦλθε καὶ ἐστάθη εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ Ἁγίου. Ὁ κυνηγὸς ἐπεριπάτει κατόπιν τῆς ἐλάφου καὶ στοχαζόμενος μὲ ποῖον τρόπον νὰ τὴν κερδίσῃ, ἐν ᾧ ἡτοιμάζετο νὰ ρίψῃ τὸ βέλος του κατὰ τοῦ ζῴου, ἰδὼν καλὰ βλέπει εἰς τὸ δεξιὸν μέρος τοῦ σπηλαίου ἕνα ἄνθρωπον μὲ μακρὰν γενειάδα καὶ μὲ κατάλευκον κόμην, τὰ ὁποῖα ἐσκέπαζον τὸ ἥμισυ τοῦ σώματός του. Ἦτο ὁλόγυμνος καὶ φύλλα μόνον βοτάνων εἶχεν ὡς ζώνην, τὰ ὁποῖα τὸν ἐσκέπαζον ἀπὸ τὴν μέσην καὶ κάτω, μὴ ἔχοντα ἄλλο τι ἔνδυμα.

Αὐτὸν ὅταν εἶδεν ὁ κυνηγὸς ἐταράχθη ὅλος καὶ πολὺ ἐφοβήθη. Διὰ τοῦτο ἀφῆκε τὸ κυνήγιον καὶ ἤρχισε νὰ τρέχῃ μὲ ὅσην δύναμιν εἶχε, νομίζων ὅτι τὸ ὅραμα ἐκεῖνο ἦτο φαντασία δαιμονική. Ὁ δὲ Ὅσιος Πέτρος λέγει πρὸς τὸν κυνηγὸν μεγάλῃ τῇ φωνῇ· τί φοβεῖσαι, ἄνθρωπε; τί φεύγεις, ἀδελφέ, ἀπὸ ἐμένα; ἤξευρε ὅτι καὶ ἐγὼ ἄνθρωπος εἶμαι ὅπως καὶ σύ, καὶ ὄχι φάντασμα καθὼς νομίζεις. Ἔλα ἐδῶ πλησίον μου νὰ σοῦ διηγηθῶ ὅσα ἔπαθα εἰς ὅλην μου τὴν ζωήν, διότι διὰ τοῦτο σὲ ἔστειλεν ὁ Θεὸς ἐδῶ. Ὁ δὲ ἄνθρωπος μὲ πολὺν φόβον ἐπέστρεψε. Τότε ὁ Ὅσιος, κάμνων μετ’ αὐτοῦ τὸν ἐν Χριστῷ ἀσπασμόν, λέγει ἔχε, θάρρος, ἀδελφέ, καὶ μὴ φοβεῖσαι ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπον ταλαίπωρον καὶ ἁμαρτωλόν, ὡσὰν ἐμέ. Εἶτα ἐκάθησε καὶ διηγήθη ὅλα του τὰ παθήματα ἐν ἐξομολογήσει πνευματικῇ. Πῶς δηλαδὴ παραχωρήσει Θεοῦ ᾐχμαλωτίσθη καὶ ἐνεκλείσθη εἰς τὴν φυλακὴν τοῦ Σαμαρᾶ, πῶς ὁ μέγας Νικόλαος τὸν ἠλευθέρωσεν ἀπὸ ἐκεῖ, πῶς μὲ ὀπτασίαν θεϊκὴν κατῴκησεν εἰς τοῦτο τὸ Ἅγιον Ὄρος, πῶς πολλάκις ἐπολέμησε ἐναντίον τῶν ἀκαθάρτων δαιμόνων, πῶς ἐτρέφετο ὑπὸ θείου Ἀγγέλου καὶ πῶς τοῦ ἔδωσεν ὁ Θεὸς τὸ μάννα χρόνους πεντήκοντα τρεῖς.

Ὡς ἤκουσεν ὁ κυνηγὸς τοὺς λόγους τούτους, ἐθαύμασε τὸν Ὅσιον, καὶ ὥραν πολλὴν δὲν ἠδύνατο νὰ ὁμιλήσῃ. Εἶτα λέγει πρὸς τὸν Ὅσιον. Νὰ ἠξεύρῃς, τίμιε πάτερ, ὅτι τώρα ἐγνώρισα ὅτι μὲ ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς καὶ ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλόν, διὰ τοῦτο μὲ ἠξίωσε καὶ εἶδόν σε τὸν κεκρυμμένον αὐτοῦ ὑπηρέτην. Ὅμως ἀπὸ τὴν σήμερον ἡμέραν, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, δὲν χωρίζομαι ἀπὸ σέ. Θὰ δουλεύσω καὶ ἐγὼ τὸν Θεόν, διὰ νὰ σώσω τὴν πολυαμάρτητόν μου ψυχήν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ οὐγγία εἶναι 32 γραμμάρια περίπου.