Οἱ Μοναχοὶ ὅμως ἐκεῖνοι, οἵτινες εἶχον ἔλθει μετὰ τοῦ κυνηγοῦ, διενοήθησαν νὰ κλέψουν τὸ λείψανον κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον: Ἐπῆγαν καὶ προσέπεσαν ψευδῶς εἰς τὸν Ἡγούμενον καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς πατέρας, κλαίοντες καὶ λέγοντες· δεχθῆτε καὶ ἡμᾶς, πατέρες, εἰς τὴν συνοδείαν σας, ἵνα ἀποθάνωμεν καὶ ἡμεῖς ἐδῶ, ὅπου ἐφέραμεν τὸν πολύτιμον θησαυρὸν τοῦτον, τὸν ὁποῖον εὕρομεν ἐν ἀποκαλύψει Κυρίου. Οἱ δὲ πατέρες, μὴ γνωρίζοντες τὴν ἐπιβουλήν των, μετὰ χαρᾶς τοὺς ἐδέχθησαν. Δὲν παρῆλθον ὅμως πολλαὶ ἡμέραι, ἀφ’ ὅτου ἔβαλαν μετάνοιαν νὰ παραμείνουν εἰς τὸ Μοναστήριον, καὶ εὑρόντες καιρὸν μίαν νύκτα, οἱ νεκροκλέπται, παραλαμβάνουν τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου κρυφίως, καὶ μετὰ σπουδῆς καταβαίνουν εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ ἐμβάντες εἰς λέμβον ἔφυγον.
Αὐτὰ ποὺ σᾶς διηγοῦμαι, ἀδελφοί, ἐγὼ ὁ ταπεινὸς Νικόλαος τὰ εἶδα καὶ τὰ ἤκουσα, διὰ τοῦτο καὶ ἠναγκάσθην νὰ τὰ γράψω, καθόσον ἠδυνήθην, διότι ὅλα ἦτο ἀδύνατον νὰ τὰ γράψω. Ἀλλὰ ἀπὸ τὰ πολλὰ ὀλίγα ἔγραψα εἰς τὸ σύγγραμμα τοῦτο, διὰ νὰ εἶναι παράδειγμα εἰς ἐκείνους ὅσοι ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ γίνονται Μοναχοί, πῶς πρέπει νὰ πολιτεύωνται καὶ μὲ πόσους κόπους πρέπει νὰ πολεμοῦν τὸν ἐχθρὸν παντὸς καλοῦ διάβολον καὶ τὴν ἀντίδικον αὐτῶν σάρκα, διὰ νὰ νικήσουν καὶ νὰ κληρονομήσουν τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὄχι καθὼς κάμνουν τινές, ὅπου γίνονται Μοναχοί, καὶ πάλιν κάθηνται εἰς τοὺς οἴκους των ζητοῦντες νὰ ἔχουν ἀνάπαυσιν τοῦ σώματος· νομίζουν δὲ ὅτι σῴζονται οἱ Μοναχοὶ ὅταν περιπατοῦν ἐν ἀφοβίᾳ Θεοῦ καὶ ἀμελείᾳ. (Οὔτε ἄσκησιν νὰ κάμουν θέλουν, οὔτε κατὰ Θεὸν νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τοὺς γέροντας, μερικοὶ δὲ ἐξ αὐτῶν λατρεύουν τὴν σάρκα των, γίνονται δὲ καὶ οἱ ὑποτασσόμενοι ὅμοιοι σαρκολάτραι ὡσὰν καὶ αὐτούς· ἄλλοι δὲ πάλιν συνερίζονται ποῖος νὰ διαβῇ τὸν ἄλλον εἰς τὴν πλεονεξίαν διὰ νὰ ἀποκτήσουν κτήματα καὶ ἀργύρια καὶ νὰ καλλωπίζωνται ὡς οἱ κοσμικοί). Γίνονται δὲ καὶ τόσον φιλόκοσμοι, ὥστε καὶ ἐκεῖνοι ὅπου τοὺς βλέπουν παραδειγματίζονται εἰς τὸ κακόν, λαμβάνοντες πολλὴν ἀπιστίαν, οὕτω δὲ ἀτιμάζεται τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα, δι’ αὐτὸ δὲ καὶ διὰ τὸν πλοῦτον τῆς σαρκὸς εὑρίσκονται ξένοι τοῦ οὐρανίου πλούτου. Ἀλλὰ τοῦτο νὰ μὴ γίνῃ εἰς κανένα ἀπὸ ἐκείνους ὅπου ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ τὴν τύρβην αὐτοῦ. Νὰ προτιμοῦν τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδόν, τὴν πτωχικὴν ζωήν, καὶ ὄχι τὴν πλουσίαν τὴν ἀδοξίαν καὶ ὄχι τὴν δόξαν, ἵνα κληρονομήσωσι τὴν αἰώνιον βασιλείαν, πρὸς τὴν ὁποίαν δὲν ὁμοιάζει κανένα ἐπίγειον τοῦ ματαίου τούτου κόσμου τερπνόν, ὅσον καὶ ἂν θεωρεῖται τιμιώτερον.