Τοιουτοτρόπως ἠκούσθη ἡ φήμη τῶν θαυμάτων του εἰς ὅλα τὰ περίχωρα, καὶ ἔφερον τοὺς ἀσθενεῖς εἰς τὰ φορεῖα, καὶ ὅλοι ἐθεραπεύοντο καὶ ἐπέστρεφον εἰς τοὺς οἴκους των. Ταῦτα τὰ θαύματα ὡς ἤκουσεν ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, παρέλαβεν ἱερεῖς καὶ κληρικοὺς μετὰ λιτῆς ἐκτενοῦς, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ χωρίον ἐκεῖνο. Ἐξ ἄκρας δὲ εὐλαβείας καὶ τιμῆς πρὸς τὸ ἱερὸν καὶ ἰαματικὸν ἐκεῖνο λείψανον περὶ τὸ ἓν περίπου μίλιον προτοῦ νὰ φθάσουν εἰς αὐτὸ ἐβάδιζον σκυμμένοι καὶ ἀνυπόδητοι. Ὅταν δὲ ἔφθασαν, πρῶτον ἔκαμαν δέησιν καὶ εὐχὴν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ μετὰ ταῦτα ἐπλησίασαν· καὶ κατ’ ἀρχὰς ὁ Ἐπίσκοπος ἠσπάσθη τὸ λείψανον τοῦ Ὁσίου, εἶτα καὶ ὁ Νικόλαος. Ἐν ὅσῳ δὲ ἠσπάζοντο πολλὰ καὶ ἄπειρα θαύματα ἐγίνοντο εἰς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ μετὰ δακρύων ἔκραζον ἅπαντες τὸ Κύριε ἐλέησον καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, ὅστις δοξάζει τοὺς Ἁγίους του, ἀκόμη καὶ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν.
Τότε ὁ Ἐπίσκοπος ἐκάλεσε τοὺς Μοναχούς, ὅπου εἶχον φέρει τὸ ἅγιον λείψανον καὶ μὲ λόγους παρακλητικοὺς τοὺς ἱκέτευσε νὰ χαρίσουν ἐκεῖνον τὸν πολύτιμον θησαυρὸν εἰς τὸν εὐσεβῆ λαὸν τοῦ Χριστοῦ, οἱ δὲ Χριστιανοὶ νὰ κτίσουν θεῖον καὶ ἱερὸν Ναὸν εἰς τιμὴν τοῦ Ὁσίο εἰς μνημόσυνον καὶ ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν τε καὶ ἐκείνων. Τοὺς ὑπεσχέθη δὲ ὅτι διὰ τὴν χάριν ταύτην θὰ τοὺς δώσωσι χάριν εὐλογίας ἑκατὸν φλωρία, διότι, ὡς εἶπε, δὲν τοῦ φαίνετο καλὸν νὰ περιφέρεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὁ πολύτιμος αὐτὸς μαργαρίτης, ἢ ὁ λίχνος νὰ κρύπτεται ὑπὸ τὸν μόδιον καὶ νὰ εἶναι σκεπασμέναι αἱ ἀκτῖνες τῆς χάριτος. Οἱ Μοναχοὶ ὅμως οὔτε νὰ ἀκούσουν κἂν ἤθελον τοὺς λόγους τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλὰ ἀντέλεγον, ὅτι καὶ ὅσα φλωρία νὰ μᾶς δώσετε, δὲν δίδομεν τὸ εὕρημά μας. Ὁ Ἐπίσκοπος ὅμως, ὡς ἐξουσιαστὴς τοῦ τόπου ὅπου ἦτο, τοὺς ὠνείδισε κατὰ πολύ, τοὺς ἐπετίμησε, καὶ τοὺς ὠργίσθη μὲ ὅλους τοὺς κληρικούς. Ὕστερον τοὺς εἶπε καὶ τοῦτο· ἂν δὲν θέλετε νὰ λάβετε μὲ τὸ καλὸν τὴν ὀλίγην εὐλογίαν ὅπου σᾶς δίδομεν, ἂς σᾶς λείπῃ καὶ αὐτή, καὶ ὑπάγετε ὅπου θέλετε μὲ κενὰς τὰς χεῖρας, διότι τὴν χάριν ὅπου μᾶς ἔστειλεν ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς τὴν πάρετε ἀπ’ ἐδῶ. Τότε ἐκεῖνοι καὶ μὴ θέλοντες ἔλαβον τὰ ἑκατὸν φλωρία καὶ ἄλλα τινὰ δῶρα, καὶ ἀναχωρήσαντες ἐπῆγαν κατὰ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς θρηνοῦντες διὰ τὴν ὑστέρησιν τοῦ ἁγίου λειψάνου, ἐπαρηγοροῦντο ὅμως καὶ ἔχαιρον ἀπὸ τὴν ποσότητα τῶν χρημάτων τὰ ὁποῖα ἔλαβον.