Ἠκούσαμεν ἀπὸ πολλούς, αὐθέντα μου τιμιώτατε καὶ λογιώτατε, ὅτι οἱ βάρβαροι καὶ ἄθεοι σὲ συνέλαβον εἰς τὸν πόλεμον καὶ σὲ ὡδήγησαν αἰχμάλωτον εἰς τὸ φρούριον τοῦ Σαμαρᾶ, ἐκεῖ δὲ σὲ παρέδωκαν εἰς τὸν αὐθέντην τοῦ τόπου ἐκείνου, ἐκεῖνος δὲ πάλιν σὲ ἐνέκλεισεν εἰς κακὴν φυλακὴν μὲ βαρείας ἁλύσεις, πάλιν ὅμως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς μᾶς ἐλυπήθη καὶ διὰ πρεσβειῶν τοῦ τρισμάκαρος Νικολάου ἀπὸ τῆς βρωμερᾶς ἐκείνης φυλακῆς σὲ ἐξήγαγε καὶ εἰς τὴν παλαιὰν Ρώμην σὲ ἀποκατέστησε· διὰ τοῦτο καὶ ὅσοι εὑρισκόμεθα εἰς τὸν οἶκόν σου τὸν περίφημον, μάλιστα ἐγὼ ὁ δοῦλός σου ἀπὸ ὅλους περισσότερον ἐκαίετο ἡ καρδία μου νὰ σὲ ἰδῶ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ νὰ ἀκούσω τὴν σοφωτάτην καὶ γλυκυτάτην φωνήν σου καὶ ἐκλαίομεν ὅλοι ἀπαρηγόρητα τὴν ὑστέρησίν σου· διὰ τοῦτο καὶ πολλὰς πόλεις καὶ χώρας ἐπεριπατήσαμεν καὶ κάθε ἔρημον τόπον καὶ οὐδαμοῦ ἠδυνήθημεν νὰ σὲ εὕρωμεν καὶ νὰ ἀπολαύσωμεν τὸ ἀγαπημένον καὶ ἀγγελόμορφον πρόσωπόν σου.
Λοιπὸν ἀφοῦ δὲν ἠδυνήθημεν νὰ σὲ εὕρωμεν ἢ καὶ νὰ μάθωμεν τί ἔγινες, ἠρχίσαμεν νὰ παρακαλοῦμεν τὸν μέγαν Νικόλαον, λέγοντες πρὸς αὐτόν. Πανάγιε Νικόλαε, σὺ πολλὰ καλὰ ἔκαμες εἰς τὸν κόσμον καὶ κάμνεις. Σὺ καὶ τὸν αὐθέντην μου ἠλευθέρωσες ἀπὸ τὴν πικρὰν ἐκείνην αἰχμαλωσίαν, σὺ φανέρωσέ μας αὐτὸν παρακαλοῦμέν σε. Ὁ δὲ τῶν ἐπικαλουμένων βοηθὸς Νικόλαος ἀπεκάλυψεν εἰς ἡμᾶς σὲ τὸν κεκρυμμένον πολύτιμον θησαυρόν, καὶ δὲν μᾶς ὑπερεῖδε τοὺς ἀναξίους, ἀλλὰ ταχέως μᾶς ἐφανέρωσε σὲ τὸν πολυαγαπημένον. Τώρα λοιπὸν ἄλλο δὲν ἀπέμεινε παρὰ μόνον νὰ μὲ ἀκούσῃς τὸν δοῦλόν σου, κύριέ μου, νὰ λάβῃς τὸν κόπον νὰ ἐπανέλθωμεν εἰς τὸν οἶκόν μας τὸν καλὸν καὶ περίδοξον, διὰ νὰ σὲ ἴδουν οἱ ἰδικοὶ καὶ φίλοι νὰ χαροῦν, καὶ νὰ δοξασθῇ ὁ Θεός, ὁ πάντοτε δοξαζόμενος. Καὶ περὶ τῆς ἡσυχίας μὴ ἔχῃς τόσην φοοντίδα, διότι εἶναι καὶ ἐκεῖ πολλὰ ἡσυχαστήρια καὶ μοναστήρια, θέλεις μέσα εἰς τὴν πόλιν, θέλεις ἔξω τῆς πόλεως, καθὼς τὸ ἠξεύρεις καὶ ἡ τιμιότης σου καλύτερα, εἰς τὰ ὁποῖα, καθὼς ἐλπίζω εἰς τὸν Θεόν, θέλεις περάσει ἡσυχαστικώτερα εἰς ὅλην σου τὴν ζωήν.
Ἀλλὰ καὶ σὺ ὁ ἴδιος διάκρινε καὶ εἰπὲ τὴν ἀλήθειαν, εἰς ποῖον ἐκ τῶν δύο περισσότερον θεραπεύεται ὁ Θεὸς, εἰς τὴν ἀναχώρησιν τοῦ κόσμου ἢ τὴν ὠφέλειαν τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, ἢ εἰς τὸ νὰ περιπατῇς μέσα εἰς τοὺς βράχους καὶ νὰ ἡσυχάζῃς διὰ νὰ σωθῇς μόνος.