Τῇ Ε’ (5ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ τοῦ ἐν Ἄθῳ, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἀποκτανθέντων ἓξ μαθητῶν αὐτοῦ.

Οἱ δὲ Μοναχοὶ τῆς Λαύρας, οἱ καταβάντες εἰς τὸν λιμένα διὰ νὰ ἀποχαιρετήσουν τὸν Ὅσιον, ἐπειδὴ εἶδον τὰ γενόμενα, εἰσῆλθον εἰς ἄλλην λέμβον καὶ σπεύσαντες ταχέως ἀνεβίβασαν αὐτοὺς εἰς τὴν ἰδικήν των λέμβον καὶ τὴν ἀνατραπεῖσαν ἀνέσυρον. Εἶδον δὲ τότε, ὦ τοῦ θαύματος! Ὅτι κανὲν σκεῦος δὲν εἶχε πέσει εἰς τὸ πέλαγος, οὔτε ἄλλο τι ἐξ ὅσων εἶχον πρὸς χρείαν των. Τοῦτο δὲ τὸ ἐξαίσιον ἰδόντες οἱ Μοναχοὶ ἐθαύμασαν περισσότερον καὶ ἐπολλαπλασίασαν τὴν πίστιν καὶ τὴν εὐλάβειαν αὐτῶν πρὸς τὸν Ὅσιον.

Μοναχός τις, χαλκουργὸς τὴν τέχνην, Ματθαῖος ὀνόματι, εἶχε δαιμόνιον πολὺ ἄγριον. Τοῦτον ὁ Ὅσιος ἐδέχθη εἰς τὴν Λαύραν ὡς ἰδικόν του τέκνον καὶ ἐπρόσταξεν ἕνα τῶν ἀδελφῶν νὰ ἔχει αὐτὸν εἰς τὸ κελλίον του καὶ νὰ τὸν ὑπηρετῇ ἐπιμελέστατα. Ὁ ἀδελφὸς τότε πρῶτον μὲν παρέλαβε τὸν Ματθαῖον μετὰ χαρᾶς, ἀλλὰ κατόπιν ἐδειλίασε διὰ τὴν ἀγριότητα τοῦ δαίμονος καὶ ἐπέστρεψεν αὐτὸν εἰς τὸν Ὅσιον. Οὕτως ἐποίησαν ἄλλοι δύο, ὁ δὲ τρίτος, ὅστις τὸν παρέλαβεν, ὠνομάζετο Ἀμβρόσιος. Ὁ Ὅσιος τότε εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ἐὰν ὑπομείνῃς ταύτην τὴν κακοπάθειαν, νὰ ὑπηρετῇς τὸν δαιμονιζόμενον, ἐγὼ σοὶ ἐγγυῶμαι νὰ κληρονομήσῃς βασιλείαν οὐράνιον. Παράλαβε λοιπὸν αὐτὸν καὶ ἐὰν φοβηθῇς καμμίαν φοράν, ὅταν τὸν εὕρῃ τὸ κακὸν καὶ ταράσσεται, πληροφόρησόν με». Παρέλαβε λοιπὸν αὐτὸν πάλιν εἰς τὸ κελλίον του ὁ Ἀμβρόσιος, ὅταν δὲ ὁ ἄρρωστος ἐταράχθη, ἔδραμε καὶ ἀνήγγειλε τοῦτο εἰς τὸν Ὅσιον, ὅστις εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ὕπαγε, ἐσκοτισμένε, νὰ ἡσυχάσῃς». Αὐτὸν τὸν λόγον ἔλεγεν ὁ Ὅσιος, ὅταν ὁ ἄρρωστος ὕβριζε κανένα. Ἀπελθὼν δὲ ὁ Ἀμβρόσιος, εὗρε τὸν Ματθαῖον ὑγιᾶ καὶ σώφρονα.

Ἕτερός τις ἐκ τῶν Μοναχῶν του εἶχεν ἀσθένειαν καὶ ἔτρεχεν ὅλον τὸ οὖρόν του, ὅταν ἐκοιμᾶτο. Ἦτο δὲ ἀσκητὴς καὶ ἀγωνιστὴς προθυμότατος. Εἶχεν ὅμως τόσην θλῖψιν διὰ τὴν τοιαύτην ἀσθένειαν, ὥστε ὁ παμπόνηρος συνεβούλευσεν αὐτὸν νὰ κρεμασθῇ ὁ ταλαίπωρος. Ἀλλ’ ὁ Πανάγαθος Θεὸς δὲν τὸν ἀφῆκε νὰ χάσῃ τοὺς κόπους του. Ἀλλ’ ἔνευσεν εἰς τὴν καρδίαν του καὶ ἐξωμολογήθη εἰς τὸν Ὅσιον, δεικνύων τὸν βρόχον τοῦ σχοινίου, διὰ τοῦ ὁποίου ἐμελέτησε νὰ πνιγῇ, ἐντρέπετο ὅμως νὰ εἰπῇ τὴν αἰτίαν, ἕως ὅτου ἐξομολογῶν αὐτὸν ὁ Ὅσιος τὸν ἠνάγκασε νὰ τὸ ὁμολογήσῃ. Ὅθεν εἶπεν εἰς αὐτὸν ὀργιζόμενος· «Διατί, ἐσκοτισμένε, δὲν μᾶς τὸ εἶπες πρωτύτερα; Ὕπαγε, καὶ μὴ τὸ πράξῃς πλέον». Καί, ὦ τοῦ θαύματος! Ὁ λόγος του ἔργον ἐγένετο, καὶ ἔκτοτε δὲν οὔρησε κοιμώμενος.


Ὑποσημειώσεις

[1] Τὶ σημαίνει Λαύρα, ἰδὲ εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ Συναξαρίου τῶν Ὁσίων Ἀββάδων, τῶν ἐν τῇ Μονῆ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀναιρεθέντων, κατὰ τὴν 20ὴν Μαρτίου, «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Τόμος Γʹ ἔκδοσις αʹ σελ. 312, ἔκδοσις βʹ σελ. 315.

[2] Ἤτοι τὸ 961 μ.Χ.

[3] Περὶ τοῦ Νικηφόρου Βʹ τοῦ Φωκᾶ πρόκειται ἐνταῦθα, τοῦ βασιλεύσαντος κατὰ τὰ ἔτη 964-969. Οὗτος ὁ Νικηφόρος ἐφονεύθη, κατόπιν συνωμοσίας παρασκευασθείσης ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ (969-976), εἰς τὴν ὁποίαν συνέπραξε καὶ ἡ ἄπιστος σύζυγος τούτου Θεοφανώ, ἐν τῷ δωματίῳ του καθ’ ἣν ὥραν προσηύχετο.

[4] Ἴσως πρόκειται περὶ τῆς Ἱερισοῦ.