Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν εἶδε δαίμονα μὲ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμούς του, ὅστις ἐστέκετο εἰς τὴν ἀγοράν, ἔχων κατὰ νοῦν νὰ εἰσέλθῃ εἰς ἐκεῖνον ὅστις περάσῃ πρῶτος. Ὁ δὲ Ὅσιος τὸ ἠννόησεν ἐκ θείας χάριτος, καὶ γεμίσας λίθους τὸν κόλπον του, ὅταν ἔβλεπεν ἀνθρώπους ἐρχομένους διὰ νὰ περάσουν, τοὺς ἐλιθοβόλει καὶ ἔστρεφον ὀπίσω φοβούμενοι, ἕως οὗ ἐπέρασεν ἕνας σκύλος, κρούσας δὲ αὐτὸν ὁ διάβολος ἤρχισε νὰ ἀφρίζῃ· τότε καὶ ὁ Ὅσιος ἐφώναξεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους νὰ διέλθουν ἄφοβα. Ὅλος λοιπὸν ὁ σκοπὸς τοῦ Ὁσίου ἦτο διὰ νὰ σώσῃ ψυχὰς μὲ ὅποιον τρόπον ἠδύνατο, ἢ μὲ προβλήματα γελοιώδη ἢ μὲ ἄλλην τέχνην καὶ γνωστικὴν διάθεσιν ἢ καὶ μὲ θαυματουργίαν καὶ παραγγελίαν τινὰ κατὰ τὸν ἁρμόδιον καιρὸν γενομένην.
Ἡμέραν τινὰ ἐπέρασεν ὁ Ὅσιος ἀπὸ τόπον τινά, ὅπου ἐχόρευον κοράσια καὶ καθὼς τὸν εἶδον ἤρχισαν νὰ τὸν περιγελοῦν, καὶ ἐτραγῴδουν αἰσχρὰ διὰ τοὺς Μοναχοὺς καὶ ἄσχημα λόγια. Ὁ δὲ δίκαιος, διὰ νὰ τὰ σωφρονίσῃ, ἔκαμε προσευχὴν καὶ παρευθὺς ἐτυφλώθησαν ἐκ τοῦ ἑνὸς ὀφθαλμοῦ. Ὅθεν διηγεῖτο ἡ μία τῆς ἄλλης τὴν συμφοράν· καὶ ἐννοήσασαι ὅτι ὁ Συμεὼν τὰς ἐτύφλωσεν, ἔτρεχον ὀπίσω του φωνάζουσαι· «Συγχώρησόν μας, σαλέ, καὶ λύσε μας». Ὅταν δὲ τὸν ἔφθασαν, ἐκράτησαν αὐτὸν βιαίως καὶ τὸν ὥρκιζον νὰ τὰς ἰατρεύσῃ. Ὁ δὲ Ὅσιος εἶπεν εἰς αὐτάς· «Ἥτις θέλει νὰ ἰατρευθῇ, ἂς δεχθῇ νὰ τὴν φιλήσω εἰς τὸν τυφλὸν ὀφθαλμόν, καὶ τότε παρευθὺς θέλει θερατευθῆ». Ὅσας λοιπὸν ἤθελεν ὁ Θεὸς νὰ ἰατρευθοῦν, ἐδέχθησαν καὶ τὰς ἐφίλησε καὶ ἰάθησαν· αἱ δὲ ἄλλαι, ὅσαι δὲν ἠθέλησαν νὰ τὰς φιλήσῃ ὁ σαλός, ἔμειναν οὕτω κλαίουσαι. Μετ’ ὀλίγην ὥραν, ἀφοῦ ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, ἔτρεχον καὶ αὐταὶ κατόπιν φωνάζουσαι· «Περίμενε, σαλέ, φίλησον καὶ ἡμᾶς διὰ τὸν Κύριον». Ἀλλ’ αὐτὸς πλέον δὲν ἐδέχθη, γνωρίζων ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ὅτι ἐὰν δὲν ἤθελε τυφλώσει αὐτάς, ἤθελον γίνει αἱ πορνικώτεραι ἀπὸ ὅλας τὰς γυναῖκας τῆς Συρίας. Μὲ τὴν ἀσθένειαν δὲ ἐκείνην ἔπαυσαν τὴν ἀσωτείαν καὶ ἔμειναν οὕτω μέχρι θανάτου.
Ἦλθον ποτὲ ἄνθρωποί τινες ἀπὸ τὴν Ἔδεσσαν εἰς Ἱεροσόλυμα νὰ ἑορτάσουν τὴν Ἁγίαν Ἀνάστασιν. Εἷς δὲ ἀπ’ αὐτοὺς κατέβη εἰς τὸν Ἰορδάνην δι’ εὐλάβειαν· πηγαίνων δὲ εἰς ὅλα τὰ σπήλαια τῆς ἐρήμου, ἔδιδεν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς Ἀσκητὰς διὰ τὸν Κύριον. Οὗτος, ὅστις ἦτο ἔμπορος, κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ συνήντησε τὸν συνασκητὴν τοῦ Συμεὼν Ἰωάννην, τὸν ὁποῖον ἐπροσκύνησεν ὁ ἔμπορος καὶ τοῦ ἐζήτει εὐλογίαν. Τοῦ λέγει ὁ Ἰωάννης. «Ἀπὸ ποῖον τόπον εἶσαι;». Ὁ δὲ εἶπεν· «Ἀπὸ τὴν Ἔδεσσαν».