Ὅθεν ἔδειρεν αὐτὸν καὶ τὸν ἐξεδίωξε καὶ παρὰ πολὺ τὸν ἐξουθένωσε καὶ τὸν ὕβρισεν. Ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἔφυγεν ἐκείνην τὴν ἑσπέραν. Κατὰ δὲ τὴν νύκτα ἔβαλεν ἄνθρακας ἀναμμένους εἰς τὴν δεξιάν του χεῖρα καὶ θέσας λιβάνιον ἐθυμίαζεν. Ἡ δὲ γυνὴ τοῦ ἑστιάτορος τὸν εἶδε καὶ ἐθαύμασε πὼς δὲν ἐκάη ποσῶς ἡ χείρ του, δ’ αὐτὸ δὲ τὸ θαῦμα ἔγινεν ὅλος ὁ οἶκός των ὀρθόδοξος, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὅλοι αἱρετικοὶ τοῦ Σεβήρου, δηλαδὴ ἀκέφαλοι.
Ὁ δὲ Ὅσιος, ὅταν ἔκαμνεν ἓν θαῦμα εἰς μίαν συνοικίαν, ἔφευγεν ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἐπήγαινεν εἰς ἄλλην, ἕως νὰ λησμονηθῇ τὸ πρᾶγμα νὰ μὴ τὸν γνωρίσουν. Ἢ ὅταν ἤθελε κάμει τὸ θαῦμα, ἔκαμνε κατόπιν καὶ μίαν μωρίαν, διὰ νὰ σκεπάσῃ μὲ τὴν σαλότητα τὸ κατόρθωμα. Τοῦτο ἔκαμε καὶ τότε, ὅταν εἶδεν ὅτι ἡ γυνὴ τοῦ ἑστιάτορος τὸν ἐσέβετο καὶ τὸν ἐθαύμαζε ἀνέβη μίαν νύκτα, ὅπου ἐκοιμᾶτο μόνη εἰς τὸ στρῶμά της, προσποιούμενος ὅτι θέλει νὰ τὴν μοιχεύσῃ. Αὐτὴ δὲ ἐφώναξεν, ὥστε, ἦλθεν ὁ ἄνδρας της καὶ τοῦ λέγει ὅτι ὁ καλόγηρος ἤθελε νὰ τὴν βιάσῃ. Τότε ἐκεῖνος ἔδειρεν αὐτὸν ἄσπλαγχνα καὶ τὸν ἔβγαλεν ἔξω, ὅπου ἦτο μεγάλος χειμὼν καὶ ψῦχος ἀφόρητον, καὶ δὲν τὸν ἐδέχθη πλέον, μάλιστα ὅπου καὶ ἂν εὑρίσκετο ὁ ἑστιάτωρ, ὅταν ἤκουε κανένα νὰ λέγῃ διὰ τὸν Συμεὼν ὅτι ἦτο σαλὸς μὲ τὸ θέλημά του, αὐτὸς ἀνταπεκρίνετο καὶ τὸν κατέκρινεν, ὅτι εἶχε δαιμόνιον, διότι μίαν νύκτα, ἐὰν αὐτὸς δὲν ἐπρόφθανεν, ἤθελε βιάσει τὴν γυναῖκά του. Ἔτρωγε δὲ μερικὰς φορὰς καὶ τὸ κρέας ὁ δίκαιος, ὄχι πολύ, ἀλλὰ μόνον διὰ νὰ τὸν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, νὰ τὸν νομίζωσι διὰ σαλὸν καὶ ἀνόητον, κατόπιν δὲ ἐνήστευε καὶ τὸν ἄρτον ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα. Πλὴν τὴν μὲν κρεωφαγίαν ἔβλεπον, τὴν δὲ νηστείαν δὲν ἐγνώριζαν· διότι τὰς ἀρετὰς τὰς ἔκαμνεν ἀπόκρυφα, τὴν δὲ ἀσχημοσύνην εἰς τὸν φανερόν, διὰ νὰ τὸν ἀποστρέφονται.
Ἰδὼν δὲ πολλάκις αὐτὸν εἷς ἐνάρετος καὶ θεοφιλὴς Διάκονος, Ἰωάννης ὀνόματι, ὅστις, ὡς προείπομεν, εἶναι ὁ μετὰ ταῦτα φανερώσας τὰ περὶ τοῦ Ὁσίου, τὸν ἐσυμπόνεσεν ὡς εὔσπλαγχνος θαυμάζων τὴν πολλήν του σκληραγωγίαν καὶ κακοπάθειαν καὶ τὸν ἐπῆρε νὰ τὸν πλύνῃ εἰς ἕνα λουτρόν. Ὅταν δὲ ἔφθασαν ἐκεῖ προσεπάθει ὁ Ἰωάννης νὰ τὸν σύρῃ μέσα εἰς τὰ λουτρὰ τῶν ἀνδρῶν, νὰ τὸν πλύνωσι· ἀλλ’ αὐτὸς ἔδραμε μέσα εἰς τὸ γυναικεῖον, καὶ ὥρμησεν ἐν μέσῳ τῶν γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι τὸν ἔδειραν καὶ τὸν ἐδίωξαν.