Ταῦτα εἰπών, ἔκαμεν εὐχὴν ἐπὶ πολλὴν ὥραν· ἀσπασθέντες δὲ ἀλλήλους εἰς τὰ στήθη ἐδάκρυσαν καὶ ἀπεχαιρετίσθησαν. Ἠκολούθησε δὲ ὁ Ἰωάννης ἐπὶ πολὺ διάστημα τὸν Συμεῶνα, διότι ἡ ψυχή του τὸν ἐπόθει, καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν χωρισθῇ· ἀλλ’ ὅσας φορὰς τοῦ ἔλεγεν ὁ Συμεὼν νὰ ἐπιστρέψῃ ὀπίσω, τοῦ ἐφαίνετο, πὼς ἐχώριζε μὲ τὸ ξίφος τὴν καρδίαν του, διὰ τοῦτο τὸν παρεκάλει νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ ἀκολουθῇ ἀλλ’ ὁ Συμεὼν τὸν διέταξε δριμύτερον· ὅθεν ἐπέστρεψε στυγνὸς καὶ περίλυπος καταβρέχων τὴν γῆν μὲ ἄφθονα δάκρυα.
Ὁ δὲ Συμεὼν ἔφθασεν εἰς Ἱεροσόλυμα, διότι ἐπεθύμει νὰ προσκυνήσῃ τοὺς Ἁγίους Τόπους, καὶ παραμείνας ἐκεῖ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας προσηύχετο, παρακαλῶν τὸν Κύριον νὰ μὴ φανερωθῇ ἡ ἐργασία του ἕως τῆς τελευτῆς αὐτοῦ, διὰ νὰ φύγῃ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, διὰ τῆς ὁποίας ἔρχεται ἡ ὑπερηφάνεια καὶ οἴησις, ἡ ὁποία ἐκρήμνισεν ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς τοὺς Ἀγγέλους. Ἐπήκουσε δὲ αὐτοῦ ὁ Κύριος, διότι παρ’ ὅλας τὰς θαυματουργίας, τὰς ὁποίας ἐτέλεσε, δὲν ἐφανερώθη ἡ ἐργασία του. Ἐπειδὴ ἐὰν ὁ Κύριος δὲν τὸν ἐσκέπαζεν, ἤθελον γνωρίσει οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀρετήν του ἀπὸ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἔκαμε· ὅτι ἰάτρευσε δαιμονισμένους, ἄνθρακας εἰς τὰς χεῖρας ἐβάστασεν, προέβλεψε τὰ μέλλοντα, τὰ μακρόθεν ἐφανέρωσεν, Ἰουδαίους καὶ αἱρετικοὺς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν ἐχειραγώγησε, νοσοῦντας καὶ ἀσθενεῖς ἐθεράπευσε, καὶ ἄλλα πολλὰ θαύματα ἔκαμε. Πλὴν μὲ ὅλα ταῦτα ᾠκονόμησεν ὁ Κύριος νὰ μὴ τὸν γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι, καθὼς αὐτὸς ἐζήτησεν ὁ μακάριος. Ἀλλ’ ἂς διηγηθῶμεν ἐξ ἀρχῆς τὴν ὑπόθεσιν, διὰ νὰ γνωρίσωμεν καλύτερα τὸν Ἅγιον.
Ἀφοῦ προσεκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἔδεσσαν· εὑρὼν δὲ ἐκεῖ σκύλον τινὰ νεκρὸν ἔξωθεν τῆς πόλεως, ἔλυσε τὸ σχοινίον, ὅπερ ἦτο ἐζωσμένος εἰς τὴν μέσην, καὶ ἔδεσε μὲ αὐτὸ τὸν σκύλον, σύρων δὲ αὐτὸν τὸν εἰσήγαγε μέσα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς πόλεως· ἐκεῖ δὲ πλησίον ἦτο σχολεῖον· οἱ δὲ παῖδες, ἰδόντες αὐτόν, ἔτρεξαν ὅλοι ὀπίσω του καὶ τὸν περιέπαιζον ὡς μωρόν. Ἐλθόντα δὲ εἰς τὴν ἀγοράν, εἶδεν αὐτὸν εἷς κάπηλος οὕτω πτωχικὰ ἐνδεδυμένον καὶ ἠρώτησεν αὐτόν, ἐὰν ἤθελε νὰ τοῦ πωλῇ τὰ φαγητά, ὅπου εἶχεν εἰς τὸ ἐργαστήριον, ὁ δὲ Συμεὼν ἐδέχθη. Κατὰ δὲ τὴν πρώτην ἡμέραν ἔφαγε πρῶτον αὐτός, διότι εἶχε μίαν ἑβδομάδα νῆστις· ἔπειτα ἔδωσε τὰ ἐπίλοιπα ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς. Τὸ ἑσπέρας ἤνοιξε τὸ ἑρμάριον ὁ κάπηλος, νὰ ἴδῃ πόσα χρήματα εἶχεν εἰσπράξει ὁ Ἀββᾶς ἐξ ὅσων ἐπώλησεν, ἀλλὰ δὲν εὗρεν οὔτε ὀβολόν, τὰ δὲ φαγητὰ δὲν ὑπῆρχον, διότι τὰ ἐμοίρασεν ὅλα.