Ἄλλος τις πλούσιος ἦτο ἐκεῖ εἰς τὴν Ἔδεσσαν· τούτου δὲ εἷς δοῦλος ἔκλεψεν ἀπ’ αὐτοῦ πεντακόσια χρυσᾶ νομίσματα, καὶ μὴ δυνάμενος νὰ τὰ εὕρῃ, ἀπαντήσας τὸν Ὅσιον, τὸν ἠρώτησε λέγων· «Δύνασαι, ἔξηχε, νὰ μοῦ εὕρῃς τὰ ἀργύρια ὅπου ἔχασα, καὶ νὰ σοῦ δώσω τὰ δέκα;». Τοῦ λέγει ὁ Ὅσιος· «Δῶσε μου ὑπόσχεσιν ὅτι δὲν θὰ δείρῃς πλέον κανένα δοῦλόν σου, καὶ νὰ σοῦ εἴπω ποῦ εἶναι». Αὐτὸς δὲ ἔδωκε τὸν λόγον του μὲ ὅρκον φρικτὸν νὰ τὸν ὑπακούσῃ. Τότε εἶπεν ὁ Ὅσιος τὸ ὄνομα τοῦ κλέπτου, καὶ τὸν τόπον ὅπου τὰ ἔκρυψε, καὶ εὗρεν αὐτά. Μετὰ καιρὸν δέ, θέλων νὰ δείρῃ ἕνα τῶν δούλων του ὁ ρηθεὶς πλούσιος, ἔτρεμεν ἡ χείρ του· ὅθεν ἠννόησε πὼς ἦτο τοῦ σαλοῦ ἐνέργεια, καὶ εὑρὼν αὐτὸν τοῦ εἶπε· «Λῦσον με ἀπὸ τὸν ὅρκον, σαλέ». Ὁ δὲ Ὅσιος δὲν τοῦ ἔδωκεν ἀπάντησιν. Μόνον ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον αὐτοῦ καὶ τοῦ λέγει· «Ἐὰν λύσω τὸν ὅρκον, θέλω σκορπίσει τὰ ἀργύριά σου, νὰ τὰ χάσῃς ὅλως διόλου. Δὲν ἐντρέπεσαι, ἄγνωστε, νὰ δέρῃς τοὺς δούλους σου, ὅπου αὐτοὶ θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, σὺ δὲ εἰς τὴν γέενναν, ἐὰν δὲν γίνῃς συμπαθὴς πρὸς τοὺς πένητας;». Συνέπασχε δὲ καὶ συνελυπεῖτο τοὺς δαιμονιζομένους ὁ Ὅσιος καὶ συνηντᾶτο μετ’ αὐτῶν καὶ προσηύχετο δι’ αὐτούς, ὥστε πολλοὺς ἐθεράπευσε, καὶ πολλάκις ἐξέπεμπον τοιαύτας φωνὰς οἱ δαίμονες λέγοντες· «Ὦ βία σαλέ, ὅλον τὸν κόσμον χλευάζεις καὶ πειράζεις καὶ ἡμᾶς, ἀναίσχυντε! φύγε ἀπ’ ἐδῶ, μὴ βασανίζῃς καὶ ἡμᾶς». Ὁ δὲ Ὅσιος ἤλεγχεν ὅλους ὅσους ἤξευρεν ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον ὅτι ἦσαν ἁμαρτωλοί, δηλαδὴ πόρνους, κλέπτας, ἐπιόρκους καὶ βεβαρημένους ἄλλους μὲ διάφορα ἁμαρτήματα καὶ τοὺς ὠνείδιζε μὲ τρόπον ἐπιδέξιον, οὕτως ὥστε ἐπέστρεφεν αὐτοὺς εἰς μετάνοιαν.
Ἦτο δὲ ἐκεῖ γυνή τις μάντισσα, ἥτις ἔκαμνε φυλακτήρια, τὴν ὁποίαν προσεποιεῖτο ὅτι ἠγάπα καὶ τῆς ἔδιδεν ἄρτον, καὶ ἄλλα φαγητὰ καὶ ἱμάτια ὅπου τοῦ ἐχάριζαν. Ἔπειτα τῆς εἶπε μίαν ἡμέραν· «Θέλεις νὰ σοῦ κάμω ἕνα φυλακτόν, νὰ μὴ σὲ βλάπτῃ ποτὲ κανεὶς ὀφθαλμός;». Τοῦ λέγει ἐκείνη· «Ναί». Ὁ δὲ μακάριος ἔγραψε ταῦτα εἰς Συριακὴν διάλεκτον· «Εἴθε νὰ σὲ καταργήσῃ ὁ Θεὸς καὶ νὰ σὲ κάμῃ νὰ παύσῃς νὰ ἀποστρέφεσαι ἀπ’ αὐτοῦ, καὶ νὰ ἀποστρέφῃς καὶ τοὺς ἄλλους». Τοῦτο τὸ γράμμα λαβοῦσα ἐκράτει ἐπάνω της ἡ μάντισσα καὶ δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κάμῃ μαγείαν ἢ φυλακτήριον.