Γίνωσκε ὅτι ὅλος ὁ κόπος καὶ μόχθος σου τοῦ τόσου καιροῦ, αἱ οἰκοδομαὶ τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Μοναστηρίων καὶ αἱ ἐλεημοσύναι, ὅπου ἐμοίρασες εἰς τοὺς πένητας, δὲν συγκρίνονται μὲ τὸ πήδημα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὅταν εὗρε τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἐκαταφρόνησε, διὰ νὰ φυλάξῃ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἐσπούδασε νὰ ἀρέσῃ μὲ ἀκτημοσύνην παντέλειον· ἀλλ’ ἐσὺ ἐφρόντισες νὰ ἀρέσῃς τοῖς ἀνθρώποις. Διὰ τοῦτο ἡ πρᾶξις ἐκείνου ἀσυγκρίτως εἶναι θεαρεστοτέρα καὶ δὲν φθάνεις ἐσὺ εἰς τὰ μέτρα του. Λοιπὸν ἐπειδὴ κατακαυχᾶσαι μάταια, νὰ μὴ ἀξιωθῇς νὰ ἰδῇς τὸ πρόσωπόν του ὅλην σου τὴν ζωήν, οὔτε νὰ ἐπιτύχῃς τῆς συνομιλίας καὶ συναυλίας μου, ἕως νὰ κλαύσῃς ἑπτὰ ἑβδομάδας χρόνους μὲ πολλὴν ταπείνωσιν».
Μετὰ μικρὸν λέγει πάλιν ὁ Ὅσιος· «Ἀφοῦ εἶπε ταῦτα ὁ Ἄγγελος ἀνελήφθη. Ἐγὼ δὲ ἐπῆγα εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ ἀδελφοῦ μου, καὶ δὲν τὸν εὗρον, καὶ κλαίων τὸν ἐζήτουν μίαν ἑβδομάδα εἰς τὴν ἔρημον, φωνάζων. Καὶ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν μοῦ ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν Ἄγγελον, λέγουσα· «Ὕπαγε εἰς τὴν Ἔδεσσαν, ἀνάβα εἰς τὸν στῦλον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ ἐκεῖ μετανόησον θερμῶς, ἕως νὰ σὲ ἐλεήσῃ ὁ Κύριος». Λοιπὸν λυπούμενος καὶ κλαίων ἀφῆκα τὴν κατοικίαν μου ἔρημον, καὶ ἦλθα ἐδῶ, περιπατήσας ἡμέρας τεσσαράκοντα· ἀνελθὼν δὲ εἰς τοῦτον τὸν στῦλον ἔμεινα ἡσυχάζων τεσσαράκοντα ἐννέα (49) χρόνους, πολλοὺς πολέμους καὶ λογισμοὺς ἀπὸ τοὺς δαίμονας δοκιμάσας. Τὸν πεντηκοστὸν χρόνον, τὴν νύκτα τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως, ἔλαμψεν εἰς τὴν καρδίαν μου φῶς γλυκύτατον καὶ ἐσκόρπισε τὰ νέφη τῶν παθῶν, ἐπέρασα δὲ ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα ἄγρυπνος μὲ δάκρυα κατανύξεως. Κατὰ δὲ τὴν τρίτην ὥραν τῆς ἡμέρας, καθὼς ηὐχόμην, ἦλθεν Ἄγγελος καὶ μοῦ λέγει· «Εἰρήνη σοι καὶ σωτηρία ἀπὸ τὸν Κύριον». Ἐγὼ δὲ εἶπον εἰς αὐτόν· «Διατί μὲ ἐγκατέλιπες καὶ ἀπέρριψάς με ἀπὸ προσώπου σου, ἐχώρισάς με ἀπὸ τὸν ἀδελφόν μου, καὶ ἔπαθα τόσα βάσανα;». Εἶπεν ὁ Ἄγγελος· «Διὰ τὴν ὑψηλοφροσύνην σου καὶ τὴν τοῦ ἀδελφοῦ σου κατάκρισιν καὶ ἐξουθένωσιν δὲν ἐφαινόμην πρός σέ, πλὴν δὲν σὲ ἀφῆκα μοναχὸν πώποτε, ἀλλ’ ἱστάμην ἀοράτως φυλάττων σε, καθὼς ὁ Κύριος μὲ ἐπρόσταξε. Τώρα δέ, ἐπειδὴ ἐταπεινώθης, σὲ ἐνεθυμήθη ὁ Κύριος καὶ μὲ ἔστειλε νὰ εἶμαι ὁρατῶς μαζί σου πάντοτε· σοῦ δίδει δὲ χάριν νὰ γνωρίζῃς τοὺς δικαίους καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ προβλέπῃς τὰ μέλλοντα. Ζῇ δὲ καὶ ὁ ἀδελφός σου, καὶ σπούδασον νὰ ἑνωθῆτε εἰς Βασιλείαν τὴν αἰώνιον».