>
Ἄλλην ἡμέραν ἔστειλεν εἰς τὸν ποταμὸν Γάλλον διὰ ὑπηρεσίαν μαθητήν τινα ἡσυχαστήν, Ἡσύχιον καλούμενον, τὸν ὁποῖον ἐπρόσταξε νὰ ἐπιστρέψῃ τὴν αὐτὴν ἡμέραν εἰς τὴν Μονὴν γρήγορα. Ὁ δὲ ἀπῆλθε μὲ προθυμίαν καὶ ὑπακοήν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔκαμε μεγάλην βροχήν, εἰσῆλθεν εἰς τόπον τινὰ κρημνώδη καὶ ἄβατον, ὅπου ἐσχημάτιζεν ὡς σπήλαιον, διὰ νὰ μὴ βρέχεται καὶ ἐκεῖ ἔμεινεν ὁ Ἡσύχιος. Ὅθεν βλέπων ὅτι εὑρίσκετο εἰς κίνδυνον τῆς ζωῆς του καὶ παρακοῆς, διότι δὲν ἔβλεπεν εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτὸς νὰ ἐξέλθῃ χωρὶς κίνδυνον ἀπ᾽ ἐκεῖνα τὰ βάραθρα, ἐφώναξε ταῦτα μετὰ πίστεως· «Ἅγιε Μιχαήλ, βοήθει μοι». Καὶ παρευθὺς (ὦ τοῦ θαύματος!) ἐφάνη ἀπέναντι τοῦ κρημνοῦ μὲ φῶτα ὁ Ὅσιος, ὅστις τοῦ ἔφεγγε νὰ περιπατῇ, ἕως ὅτου ἔφθασεν εἰς τὸ Μοναστήοιον. Τότε ἔγινε μὲν ἀφανὴς ὁ φανείς, ὁ δὲ Ἡσύχιος εἰσῆλθεν εἰς τὴν Μονήν· λέγει δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ὅσιος, πρὶν νὰ εἴπῃ αὐτός τι· «Εἰς τί ἐδίστασας, ὀλιγόπιστε;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἐὰν δὲν ἐπρόφθανες νὰ μοῦ βοηθήσῃς, ἐκινδύνευα εἰς θάνατον». Ὁ δὲ Ὅσιος τὸν ἐπρόσταξε νὰ μὴ εἴπῃ εἰς κανένα τὸ θαυμάσιον.
Ἄλλην φοράν, τὸν καιρὸν τοῦ θέρους, περιπατῶν ὁ Ἅγιος ἐκάθισεν εἰς σκιὰν δένδρου τινὸς νὰ ἀναπαυθῇ τὴν μεσημβρίαν, τοῦ ἔφερε δὲ πτωχός τις χωρικὸς τρία ἀχλάδια, τὰ ὁποῖα ἦσαν μεγάλα καὶ ὡραιότατα· ἐρωτήσας δὲ αὐτὸν ποῦ εὑρέθησαν τόσον εὔμορφα ἀπεκρίνατο στενάζων· «Ἕνα δένδρον εἶχον ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, τὸ ὁποῖον ἦτο τόσον εὔκαρπον, ὥστε ἐκάλυπτον τὰ ἔξοδά μου μὲ αὐτό. Ἀλλὰ τὸ ἐβάσκανε φθονερός τις ἄνθρωπος, καὶ δὲν καρπίζει πλέον τελείως· ὅθεν ἀπὸ τὴν πτωχείαν μου κινδυνεύω ὁ ἄθλιος». Ὁ δὲ συμπαθέστατος ἐλυπήθη τὸν πένητα καὶ πηγαίνων εἰς τὸ δένδρον τὸ ηὐλόγησε, ποιήσας εὐχὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ διώξας τὸν πονηρὸν δαίμονα, ὅστις ἐνεφώλευεν εἰς αὐτό, ἔκτοτε δὲ ἔγινε τὸ δένδρον πλέον κάρπιμον ἢ πρότερον. Ὅθεν ὁ πτωχὸς ἐκεῖνος ᾠκονομεῖτο μὲ τὴν ἐσοδείαν του πρὸς αὐτάρκειαν, ἔφερε δὲ κατ’ ἔτος τὰς ἀπαρχὰς τοῦ δένδρου εἰς τὸν Ὅσιον, διὰ νὰ μὴ γίνῃ πρὸς τὸν εὐεργέτην του ἀχάριστος.
Εἶχεν ἕνα μαθητὴν ὁ Ὅσιος, ὅστις ἦτο ψάλτης, Κωνσταντῖνος ὀνόματι, ἀσθενὴς εἰς το σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν ἀσθενέστερος, ὡς ὀλιγόπιστος, ἐπειδὴ εἶχε τρία νομίσματα, καὶ τὰ ἐφύλαττεν ἀκριβά, διὰ νὰ τὰ ἔχῃ εἰς χρείαν του. Ὁ δὲ Ὅσιος τὸν ἐνουθέτει νὰ μὴ ἔχῃ εἰς ἐκεῖνα τὸ θάρρος του, ἀλλὰ νὰ τὰ δώσῃ εἰς τὸ κοινὸν καὶ νὰ ἐλπίζῃ εἰς τὸν παντοδύναμον Θεὸν καὶ τὴν ὑπερένδοξον Θεοτόκον· αὐτὸς ὅμως δὲν ἔστεργε.