Εἰς τὸ Βυζάντιον ἔζη ὁμοίως εἷς φιλόχριστος, ὅστις ἑώρταζε τὴν Παναγίαν μὲ πολλὴν εὐλάβειαν, καθὼς δὲ οὗτος ηὔχετο εἰς τὸ στασίδιον ὅπου ἦτο εἰς τὴν ἀγρυπνίαν της, τὴν εἶδεν εἰς ὀπτασίαν νὰ τοῦ λέγῃ· «Εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάγω εἰς τὸ ὄρος τοῦ Κυμινᾶ, νὰ συνεορτάσω μὲ τὸν Μοναχὸν Μιχαὴλ τὸν πιστόν μου δοῦλον, ὅστις μὲ ἀναμένει μὲ πόθον πολὺν καὶ εὐλάβειαν». Ταῦτα βλέπων ὁ εὐλαβὴς ἐκεῖνος, ὅστις τὴν ἑώρταζεν, ἐπῆγεν εἰς τὸν Κυμινᾶν, συνομιλήσας δὲ μὲ τὸν Ὅσιον, ἐγνώρισεν ὅτι δικαίως ἐπρόκρινεν αὐτὸν ἡ Παντάνασσα καὶ ὡμολόγησε τὸ θαυμάσιον. Οὕτω πολιτευσάμενος ὁ ἰσάγγελος καὶ ἀγγελώνυμός οὗτος Ὅσιος ὁσίως καὶ θεαρέστως ἀπῆλθε πρὸς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν, ἧς τύχοιμεν καὶ ἡμεῖς τῇ θείᾳ φιλανθρωπίᾳ καὶ χάριτι. Ἀμήν.