Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν ΜΙΧΑΗΛ ὁ Μαλεΐνος, ὁ πνεματικὸς πατὴρ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων μαθητῶν τοῦ Ὁσίου ἦτο καί τις καλλιγράφος ἐπιμελής, Θεοφάνης ὀνομαζόμενος, ὅστις τὸν ὑπηρέτησε χρόνους τεσσαράκοντα ἀπὸ μικρὸν παιδίον, ἕως οὗ ἐτελεύτησε, καὶ δὲν ἀπεχωρίσθη ἀπὸ αὐτὸν πώποτε, διὰ νὰ κληρονομήσῃ τὰς ἀρετάς του, καθὼς καὶ ἐγένετο. Τοῦτον ποτὲ ἐπρόσταξε νὰ μεταγράψῃ ἓν βιβλίον ὠφέλιμον, ὅστις ὡς μαθητὴς εὐγνώμων καὶ γνήσιος ἐβίασε τὴν φύσιν ὑπὲρ τὴν δύναμίν του τόσον, ὥστε εἰς ὀλίγον χρόνον τὸ ἐτελείωσεν. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν κόπον ἐπρίσθη τὸ πρόσωπόν του καὶ σχεδὸν ὅλη του ἡ κεφαλὴ τοσοῦτον ἄσχημα καὶ ἄμετρα, ὥστε δὲν ἐφαίνοντο οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ τὰ ὦτά του, ἀπεφράχθη δὲ τελείως ἡ μύτη καὶ τὸ στόμα του, ὥστε δὲν ἐφαίνετο εἰς αὐτὸν εἶδος ἢ σχῆμα ἀνθρωπίνης μορφῆς, ἀλλ᾽ ἔμεινεν ἐλεεινὸν θέαμα καὶ ἐκινδύνευεν εἰς θάνατον· ὅτι μὲ κόπον πολὺν ἤνοιγαν τὸ στόμα του καὶ τοῦ ἔχυναν ὀλίγον ὕδωρ, ὅταν τοῦ ἤρχετο λιποθυμία.

Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔτυχε τότε νὰ εὑρίσκεται ὁ Ὅσιος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐβασανίσθη ὁ ἀσθενής, διότι ἀνθρωπίνη δύναμις μὲ τέχνην ἰατρικῆς δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Βλέποντες λοιπὸν αὐτὸν οὕτως ἐλεεινῶς καὶ δεινῶς ὀδυνώμενον, ἠβουλήθησαν νὰ σχίσουν ριψοκινδύνως τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ τὸν τράχηλον, ἵνα ἰατρευθῇ ἢ κἂν ν’ ἀποθάνῃ, νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν βάσανον. Ὅταν ταῦτα αὐτοὶ ἐμελέτησαν, φαίνεται ὁ μέγας Μιχαὴλ τὴν νύκτα εἰς τὸν ἀσθενῆ λέγων· «Μὴ ἀφήσῃς νὰ σὲ σχίσουν, διότι ἀποθνήσκεις, μόνον πίστευε». Ὁμοῦ δὲ μὲ τὸν λόγον ἔλαβε τὸ καλυμμαύχιόν του καὶ τὸ ἐτοποθέτησεν εἰς τὸν ἀσθενῆ, παρευθὺς δὲ (ὦ τῶν θαυμασίων σου, Χριστὲ παντοδύναμε!) ἐφάνη ὁ Θεοφάνης χωρὶς καμμίαν ἀσθένειαν, οὔτε ἔξωθεν οὔτε ἔσωθεν· ἐγερθεὶς δὲ ἀπὸ τὴν κλίνην ὁ πρῴην ἀκίνητος, ἐφώναζε τὸ μεσονύκτιον· «Ἐὰν δὲν ἤρχετο ὁ πατὴρ ἡμῶν, ἐπ’ ἀληθείας ἀπέθνησκα. Ἀλλὰ δότε μοι νὰ φάγω, καὶ δὲν πονῶ πλέον». Οἱ δὲ ἀδελφοί, ἀκούοντες τὰς φωνάς, ἐνόμιζον ὅτι ἀπὸ τοὺς πόνους παρεφρόνησε καὶ ἀνάψαντες φῶς εἶδον αὐτὸν ὅλον ὑγιᾶ καὶ ἐδόξασαν τὸν Κύριον, ὅστις ὄχι μόνον παρόντας, ἀλλὰ καὶ ἀπόντας δοξάζει τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας δούλους του.

Εἶχον πόθον νὰ ἐπεκταθῶ ὀλίγον ἀπὸ τὸ προκείμενον, διὰ νὰ στολίσω τὴν ἱερὰν κεφαλὴν τοῦ Ὁσίου μὲ ἐγκώμια· ἀλλ’ ἐπειδὴ αἱ πράξεις αὐτοῦ μόναι φθάνουν πρὸς ἔπαινον αὐτοῦ καὶ πρὸς ἡμετέραν ὠφέλειαν, δὲν ἐπιχειρῶ πλέον νὰ πολυλογῶ, ἀλλὰ νὰ εἴπω τὴν μακαρίαν αὐτοῦ μετάστασιν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τῶν Αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου Ζʹ καὶ Ρωμανοῦ Αʹ τοῦ Λεκαπηνοῦ.

[2] Περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ, βλέπε ἐν τῷ ἀνὰ χεῖρας τόμῳ, σελὶς 65.