Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗΣ.

ὅπου ἔκαμνε καὶ διὰ νὰ μὴ ἐμποδίζεται εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ ἡσυχίαν ἀπὸ τὰς συναναστροφὰς τῶν ἀδελφῶν καὶ τὰς σωματικὰς χρείας. Τοιουτοτρόπως ἐπροφυλάσσετο ἀπὸ τὰς πρώτας ἐπιβουλὰς τῆς ψυχῆς, καὶ δὲν ἄφηνε τὸν ἑαυτόν της νὰ κρημνίζεται εἰς τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας· διότι καθὼς ὁ κηπουρὸς κόπτει ἀπὸ τὸ δένδρον τοὺς καρποὺς καὶ κλάδους, ἔτσι καὶ ἡ Ὁσία ἔκοπτε τὰς ἀκάνθας τῶν παθῶν ἀπὸ τὴν διάνοιάν της, διὰ μέσου τῆς νηστείας καὶ προσευχῆς· ἂν δὲ ἐβλάστανεν εἰς αὐτὴν καὶ ηὔξανε κανένα πάθος, τὸ ἔκοπτε μὲ διαφόρους τιμωρίας καὶ μὲ πολυποικίλους πόνους, παιδεύουσα τὸ σῶμά της· ὃτι ὄχι μόνον μὲ πεῖναν ἐβασάνιζε τὸν ἑαυτόν της, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν δίψαν.

Ὅταν δὲ εἶχε κανένα πόλεμον, μὲ τὸν διάβολον, πρῶτον ἐπεκαλεῖτο τὸν Δεσπότην Χριστὸν εἰς βοήθειαν διὰ μέσου τῆς προσευχῆς· (διότι δὲν ηὐχαριστεῖτο νὰ ἐμποδίσῃ τὴν ὁρμὴν τοῦ λέοντος διαβόλου μὲ μόνην τὴν ἄσκησιν) καὶ ὁμοῦ μὲ τὴν προσευχὴν ἤρχετο παρευθὺς ὁ Κύριος, καὶ ἔφευγεν ὁ ἐχθρός· ὅμως πολλὰς φορὰς ἐπολυκαίριζεν εἰς τὸν πόλεμον ὁ ἐχθρός, ὁ δὲ Κύριος τὸν ἄφηνε νὰ τὴν πολεμῇ, διὰ νὰ αὐξήσῃ τὴν γύμνασιν τῆς ἐναρέτου ψυχῆς της· αὐτὴ δὲ στοχαζομένη ὅτι ἡ πολυκαιρία τοῦ πολέμου τῆς προξενεῖ περισσότερα χαρίσματα, ἐνεδυναμώνετο περισσότερον εἰς τὴν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ νίκην, καὶ ὄχι μόνον ἐνέκρωνε τὸν ἑαυτόν της μὲ τὴν ὀλιγότητα τῆς τροφῆς, ἀλλὰ καὶ ἔκοπτεν ἀπὸ ἑαυτὴν κάθε δικαίαν ἡδονήν· διότι ἔτρωγεν ἄρτον ἀπὸ πίτυρα, καὶ πολλάκις δὲν ἔπινε τελείως νερόν. Λοιπὸν ἐφ’ ὅσον ἐκράτει ὁ πόλεμος, μετεχειρίζετο τοιαῦτα ὅπλα, φοροῦσα ὡς θώρακα τὴν προσευχήν, καὶ ὡς περικεφαλαίαν τὴν πίστιν, ἡνωμένην μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπην, προηγεῖτο ὅμως ἀπὸ ὅλα ἡ πίστις, περισφίγγουσα ὅλους τοὺς ἁρμοὺς τῆς ψυχῆς της εἶχε δὲ παροῦσαν καὶ τὴν ἐλεημοσύνην, ἂν ὄχι ἐνεργητικῶς, ἀλλ’ ὅμως προαιρετικῶς.

Ὁπόταν λοιπὸν μὲ αὐτὰ ἐνικᾶτο ὁ ἐχθρὸς καὶ ἔπαυεν ὁ πόλεμος, τότε καὶ ἡ Ὁσία ἔδιδεν ἄνεσιν εἰς τον ἑαυτόν της ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν ἄσκησιν· καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμνε διὰ νὰ μὴ διαλυθοῦν ἀπὸ μιᾶς τὰ μέλη τοῦ σώματός της· ὅτι ἂν ἄφηνε τὰ μέλη της νὰ διαλυθοῦν, ἦτο σημεῖον ὅτι ἐνικήθη, διότι, ὅταν τὰ ὅπλα τοῦ στρατιώτου χαλασθοῦν, ποίαν ἐλπίδα ἔχει πλέον νὰ νικήσῃ εἰς τὸν πόλεμον; καθὼς ἔκαμαν μερικοί, οἵτινες κατέφθειραν ἄμετρα καὶ ἀσυλλόγιστα τὸν ἑαυτόν των μὲ τὴν νηστείαν, καὶ ὡς νὰ ἔκαμαν παραίτησιν ἀπὸ τὸν πόλεμον τοῦ ἐχθροῦ ἠφάνισαν τὸν ἑαυτόν των. Ἀλλὰ ἡ


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ δὲ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Ὀλυμπιόδωρος συνάγουν ἐκ τῆς Γραφῆς, ὅτι ἑπτὰ χρόνους μόνον ἔκαμεν ὁ Ἰὼβ εἰς τὴν πληγήν, οἱ ὁποῖοι μολονότι συναριθμοῦνται εἰς τὴν χρονολογίαν τῆς ζωῆς του, ὅμως προσετέθησαν εἰς τὸν Ἰὼβ ἀπὸ τὸν Θεὸν μετὰ τὴν πληγήν· ὅτι ἐδιπλασιάσθησαν οἱ χρόνοι τῆς ζωῆς του, καὶ ὅρα εἰς τὸν Ἰώβ.

[2] Εἰς τὴν Ὁσίαν Συγκλητικὴν συνέταξε πλήρη ἑορτάσιμον Ἀκολουθίαν ὁ γνωστὸς Ὑμνογράφος πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης ἐκδοθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου πατρὸς Αὐγουστίνου Καντιώτου: «Ἔκδοσις Φιλοπτώχου Ἀδελφότητος ἡ Ἀγάπη» 1959.