Ὅταν δὲ καμμίαν φορὰν ἐτύχαινεν ἀνάγκη νὰ φάγῃ ἡ μακαρία ἔξω ἀπὸ τὸν διωρισμένον καιρόν, ἠλλοιώνετο εἰς τὴν θεωρίαν καὶ ἐπάθαινε τὸ ἐναντίον ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου παθαίνουν ὅσοι τρώγουν· ἐκιτρίνιζε τὸ πρόσωτόν της καὶ τὸ σῶμά της ἐλεπτύνετο, ὃτι μὲ τὸ νὰ μὴν εὐχαριστεῖτο ἡ ψυχή της εἰς τὸ παράκαιρον φαγητόν, ἀκολούθως δὲν εὐχαριστεῖτο εἰς αὐτὸ οὔτε τὸ σῶμά της, οὔτε ἐτρέφετο, ἀλλὰ μάλιστα ἐξηραίνετο· διότι ἐκεῖνοι ὅπου τρώγουν μὲ ἡδονήν, ἔχουν καὶ τὸ σῶμά των τρυφερὸν καὶ παχύ· ἐκεῖνοι δὲ ὅπου τρώγουν μὲ ἀηδίαν, ἔχουν καὶ τὴν σάρκα ἀτροφικὴν καὶ λεπτήν· καὶ μαρτυροῦν τὴν ἀλήθειαν ταύτην τοῦ λόγου μου οἱ ἄρρωστοι, οἱ ὁποῖοι, διότι τρώγουν μὲ ἀηδίαν, διὰ τοῦτο ἔχουν καὶ τὸ σῶμά των λεπτὸν καὶ ἀδύνατον. Ὅθεν καὶ ἡ μακαρία Συγκλητική, ἐπειδὴ προσεπάθει νὰ ἀδυνατίζῃ τὸ σῶμά της, διὰ τοῦτο εἶχε τὴν ψυχήν της δυνατήν· ὅτι κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον «ὅσον ὁ ἔξω ἄνθρωπος φθείρεται καὶ ἀσθενεῖ, τόσον ὁ ἔνδον ἀνακαινίζεται». Μὲ τοιούτους λοιπὸν ἀγῶνας ἠγωνίζετο ἡ Ὁσία, χωρὶς νὰ τὴν ἠξεύρῃ κανείς.
Ὅταν δὲ ἀπέθανον οἱ γονεῖς τῆς Ὁσίας, ἔλαβεν αὕτη τὴν ἀδελφήν της, ἡ ὁποία ἦτο τυφλή, καὶ ἐπῆγεν εἰς ἓνα τόπον ἑνὸς συγγενοῦς της, μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, Ἡρῷον καλούμενον· ἀφοῦ δὲ ἐμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχοὺς ὅλην τὴν περιουσίαν, ἡ ὁποία τῆς ἔμεινεν, ἐπροσκάλεσεν ἕνα ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ἐκάρη Μοναχή· μὲ τὸ κούρευμα δὲ αὐτὸ ἐφανέρωνεν, ὅτι ἡ ψυχή της ἔμενεν ἀπέριττος καὶ ἐλευθέρα ἀπὸ τὰς φροντίδας τοῦ κόσμου καὶ συντόμως εἰπεῖν, τότε ἔγινε Καλογραῖα. Ὅταν δὲ ἐμοίραζε τὸν πλοῦτόν της εἰς τοὺς πτωχούς, ἔλεγε· «Μεγάλον χάρισμα ἠξιώθην νὰ λάβω· καὶ τί ἄξιον νὰ ἀνταποδώσω εἰς ἐκεῖνον ὅπου μοῦ τὸ ἐχάρισε δὲν ἔχω, διότι ἂν οἱ ἄνθρωποι ἐξοδεύουν ὅλον τὸν πλοῦτόν των διὰ νὰ λάβουν ἕνα πρόσκαιρον ἀξίωμα τοῦ κόσμου τούτου, πόσῳ μᾶλλον ἐγώ, διὰ τὴν τόσην μεγάλην χάριν ὃπου ἠξιώθην καὶ ἔγινα Μοναχή, χρεωστῶ νὰ δώσω εἰς τὸν Δεσπότην μου Χριστόν, μαζὶ μὲ τὰ νομιζόμενα ὑπάρχοντά μου, καὶ τὸ σῶμά μου, ὅταν ὅλα αὐτὰ εἶναι ἰδικά του. Τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς»· μὲ τοιαῦτα λόγια ἐνεδύθη ἡ Ὁσία τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ ἡσύχαζεν.