Ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰς τοὺς πόνους τῆς ἀσκήσεως ἦτο προγυμνασμένη ἡ Ὁσία, ὅταν ἦτο εἰς τὸν πατρικόν της οἶκον, διὰ τοῦτο καὶ ὅταν ἔγινε Μοναχὴ ἐπρόκοπτεν εἰς τὰς ἀρετάς, διότι ὅσοι ἦλθον εἰς τοῦτο τὸ θεῖον μυστήριον τῆς μοναδικῆς πολιτείας, χωρὶς νὰ εἶναι πρότερον γεγυμνασμένοι καὶ χωρὶς προμελέτην, αὐτοὶ δὲν προκόπτουν οὐδὲ ἐπιτυγχάνουν τὸ ζητούμενον πρᾶγμα τῶν Μοναχῶν, μὲ τὸ νὰ μὴ ἔμαθον καταλεπτῶς τί χρειάζεται ἡ μοναδικὴ πολιτεία καὶ ποῖον εἶναι τὸ τέλος της. Καὶ καθὼς ἐκεῖνοι ὅπου μέλλουν νὰ ὑπάγουν εἰς ἕνα δρόμον, πρῶτον φροντίζουν διὰ νὰ παραλάβουν ὅλα τὰ χρειαζόμενα εἰς τὸν δρόμον, ἔτσι καὶ ἡ Ὁσία αὕτη πρῶτον ἡτοίμασε τὸν ἑαυτόν της μὲ τοὺς παλαιοὺς ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως, καὶ ἔπειτα ἀφόβως ἔκαμνε τὸν δρόμον της πρὸς τὰ οὐράνια· διότι αὐτὴ μὲ τὸ νὰ εἶχε προητοιμασμένα ὅλα ὅσα ἐχρειάζοντο, διὰ νὰ τελειώσῃ τὸν οἶκον τῆς ψυχῆς της, διὰ τοῦτο καὶ ἔκτιζε στερεὸν τὸν πύργον της. Καὶ ἡ μὲν αἰσθητὴ κατοικία κατασκευάζεται μὲ πέτρας καὶ λάσπην καὶ ξύλα καὶ τὰς ἄλλας ἐξωτερικὰς ὕλας, αὕτη δὲ ἡ Ὁσία ἔκαμνεν ὅλον τὸ ἐναντίον· διότι δὲν ἐσύναξε τὰς ἔξωθεν ὕλας, ἀλλὰ διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της εἰς τοὺς πτωχούς, ἄφησε τὸν θυμὸν καὶ τὴν μνησικακίαν, ἀπέβαλε καὶ τὸν φθόνον καὶ τὴν κενοδοξίαν, τοιουτοτρόπως δὲ ἔκτισε τὴν κατοικίαν της ἐπάνω εἰς τὴν στερεὰν πέτραν, καὶ διὰ τοῦτο ἔγινεν ὁ πύργος της περίφημος καὶ ἀπείραστος.
Καὶ ἵνα μὴ πολυλογῶ, ἡ μακαρία Συγκλητικὴ καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς ἀκόμη τῆς ἀσκήσεως της ὑπερέβαινε τὰς ἄλλας Μοναχάς, αἱ ὁποῖαι εἶχον χρόνους πολλοὺς εἰς τὴν ἄσκησιν, διὰ τὴν πολλὴν προθυμίαν καὶ τὴν ζέσιν τοῦ πνεύματός της. Τὴν μὲν λοιπὸν πρακτικὴν καὶ ἀσκητικὴν ζωήν της ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ διηγηθῶμεν, ὅτι αὐτὴ δὲν ἄφηνε κανένα νὰ βλέπῃ τὴν ζωήν της καὶ τὰ ἔργα της, διότι δὲν ἤθελε νὰ ἔχῃ διαλαλητὰς καὶ κήρυκας τῶν κατορθωμάτων της τοὺς ἀνθρώπους, καὶ δὲν ἐφρόντιζε τόσον πῶς νὰ κάμνῃ τὰ καλὰ ἔργα, ὅσον ἐφρόντιζε πῶς νὰ τὰ κρύπτῃ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· ὄχι διότι ἐπόθει νὰ μὴ τὰ ἠξεύρουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ διότι ἐκινεῖτο ἀπὸ τὴν θείαν χάριν, νὰ μὴ ζητῇ τὴν ἀνθρωπίνην δόξαν, καὶ εἶχε πάντοτε εἰς τὸν νοῦν της τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὅστις λέγει· «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου, τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου», καὶ διὰ τοῦτο ἔκαμνε κρυφίως, ὅλα τὰ κατορθώματά της. Ἀπὸ δὲ τὴν πρώτην της ἡλικίαν ἕως τὴν μεσαίαν ὄχι μόνον ἀπέφευγε τὰς συνομιλίας κάθε ἀνδρός, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν γυναικῶν, διὰ νὰ μὴ δοξάζεται ἀπὸ αὐτάς, διὰ τὴν ὑπερβολικὴν ἄσκησιν