«Ἄθλιε πλούσιε, τί πατέρα ὀνομάζεις τὸν Ἀβραάμ, τὴν ζωὴν τοῦ ὁποίου δὲν ἐμιμήθης; ὁ Ἀβραὰμ πάντα ἄνθρωπον ἐξενοδόχει εἰς τὸν οἶκόν του, σὺ δὲ οὐδὲ ἕνα πτωχὸν ἐφρόντισας νὰ θρέψῃς. Δὲν πρέπει νὰ πενθήσῃ τις καὶ νὰ κλαύσῃ, ὅτι ὁ δυστυχὴς πλούσιος, ὁ κεκτημένος τόσον πλοῦτον, ἔγινεν ἐνδεὴς καὶ μιᾶς μόνης ρανίδος ὕδατος; καὶ διατί τοῦτο; ἐπειδὴ εἰς τὸν χειμῶνα τῆς παρούσης ζωῆς δὲν ἔσπειρε, διὰ τοῦτο ἦλθε τὸ θέρος τῆς ἄλλης ζωῆς καὶ δὲν ἐθέρισε. Καὶ τοῦτο γίνεται κατ’ οἰκονομίαν τοῦ Δεσπότου τῶν ὅλων Θεοῦ, δηλαδὴ νὰ εἶναι ἡ κόλασις τῶν ἀσεβῶν καὶ ἁμαρτωλῶν καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῶν εὐσεβῶν καὶ δικαίων ἀντικρὺ ἡ μία εἰς τὴν ἄλλην. Διατί; ἵνα βλέπωσιν ἀλλήλους οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ εὐσεβεῖς, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ δίκαιοι, καὶ οὕτω νὰ γνωρίσωσιν ὁ εἷς τὸν ἄλλον· διότι τότε ἕκαστος Μάρτυς θέλει γνωρίσει τὸν τύραννον ὁ ὁποῖος τὸν ἐβασάνισε, καὶ ἀντιστρόφως, ἕκαστος τύραννος θέλει γνωρίσει τὸν Μάρτυρα, τὸν ὁποῖον ἐτιμώρησεν.
Καὶ ὅτι αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέγω δὲν εἶναι ἰδικά μου λόγια, ἄκουσον τὴν Σοφίαν τοῦ Σολομῶντος, λέγοντος· «Τότε στήσεται ἐν παρρησίᾳ πολλῇ ὁ δίκαιος κατὰ πρόσωπον τῶν θλιψάντων αὐτὸν» (Σοφ. ε’ 1), διότι ὡς ὁ ὁδοιπόρος περιπατῶν εἰς τὸ καῦμα τοῦ ἡλίου καὶ εὑρίσκων κατὰ τύχην πηγήν τινα καθαροῦ ὕδατος, κατακαίεται μὲν ἐκ τῆς δίψης, ἐμποδίζεται δὲ τοῦ νὰ πίῃ, νερὸν ἢ καθώς τις λίαν πεινασμένος, ὅστις παρακάθηται μὲν εἰς τράπεζάν τινα, ἥτις περιέχει διάφορα φαγητά, ἐμποδίζεται δὲ ἀπὸ ἄλλον τινὰ δυνατώτερον νὰ μὴ φάγῃ καθώς, λέγω, οἱ τοιοῦτοι, καὶ ὁ διψασμένος δηλαδὴ καὶ ὁ πεινασμένος, πολὺν πόνον καὶ τιμωρίαν δοκιμάζουσι, διότι καὶ ὁ διψασμένος δὲν ἠμπορεῖ νὰ σβύσῃ τὴν δίψαν του διὰ τοῦ ὕδατος καὶ ὁ πεινασμένος δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν πεῖνάν του διὰ τοῦ φαγητοῦ, τοιουτοτρόπως θέλει ἀκολουθήσει καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως· διότι θὰ βλέπωσι μὲν τοὺς Ἁγίους εὐφραινομένους οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἁμαρτωλοί, δὲν θὰ δυνηθῶσιν ὅμως νὰ ἀπολαύσωσι καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν βασιλικὴν ἐκείνην τράπεζαν τῶν Δικαίων.
Ὅθεν καὶ ὁ Θεός, θέλων νὰ τιμωρήσῃ τὸν Ἀδάμ, τὸν ἐτοποθέτησεν ἀντικρὺ τοῦ Παραδείσου και ἐκεῖ νὰ ἐργάζηται τὴν γῆν, ἵνα καθ’ ἑκάστην βλέπων μὲν τὸν ποθεινὸν ἐκεῖνον τόπον τοῦ Παραδείσου ἐκ τοῦ ὁποίου ἐξῆλθε, μὴ ἠμπορῶν δὲ νὰ τὸν ἀπολαύσῃ, ἔχῃ πάντοτε πόνον καὶ θλῖψιν εἰς τὴν ψυχήν του ἀφόρητον. Ἐὰν δέ, ἀδελφὲ Κυριακέ, δὲν ἀνταμωθῶμεν εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ἀλλ’ ὅμως ἐκεῖ,