ἐγκρατεύοντο τόσον, ὥστε μόνον διὰ νὰ ζοῦν ἔτρωγον καὶ μόνον ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα καὶ χρειαζόμενα, εὐχαριστοῦντες τὸν Κύριον, ὡς ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος· τὰ δὲ ἄλλα ὅσα κολακεύουν τὴν κοιλίαν καὶ φέρουν ἡδονὴν κατεφρόνουν καὶ παντελῶς ἀπεστρέφοντο. Διὰ δὲ τὴν σωφροσύνην, τὴν ὁποίαν ἐφύλαξαν ἕως τέλους τῆς ζωῆς των, τί νὰ εἴπωμεν; Τόσον ἐφυλάχθησαν καθαροὶ καὶ ἀμόλυντοι, ὥστε ἐπερίσσευσαν εἰς τὴν σωφροσύνην τὸν Ξενοκράτην ἐκεῖνον τὸν διαβόητον, ὅστις ἐκοιμᾶτο μὲ μίαν γυναῖκα πόρνην καὶ ποσῶς δὲν ἔβαλλεν εἰς τὸν νοῦν του, ὅτι ἦτο γυνὴ πλησίον του· τὴν πλεονεξίαν καὶ μειονεξίαν ἔφευγον καὶ μόνον ἐπεριποιοῦντο τὸ δίκαιον· τὴν ἀκτημοσύνην τοσοῦτον ἠγάπησαν, ὥστε ὑπερέβησαν τὸν Ἀντισθένην, τὸν Πυθαγόραν καὶ τὸν Κράτητα καὶ ἀπέδειξαν τὰ σεμνὰ ἐκείνων καὶ τίμια, ὡς παίδων παιγνίδια, ὅτι ὑπερβολικὰ κατεφρόνουν τὴν τῶν χρημάτων καὶ ἄλλων πραγμάτων ἀπόκτησιν. Τὴν ἀλαζονείαν καὶ ἔπαρσιν ἐβδελύσσοντο καὶ τὴν ὑπεροψίαν καὶ ὑπερηφάνειαν ἠφάνισαν μὲ τὴν τῆς φιλοσοφίας σεμνότητα.
Διὰ δὲ τὴν φρόνησιν, τὴν ὁποίαν εἶχον οἱ Ἅγιοι, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ γράφωμεν, διότι ὅλη των ἡ ζωὴ ἦτο μία μελέτη καὶ ἐπιθυμία ἀκατάπαυστος, ἡμέραν καὶ νύκτα, πῶς νὰ δυνηθοῦν νὰ ἀποκτήσουν τὴν οὐράνιον φιλοσοφίαν μᾶλλον ἢ τὴν ἐπίγειον· ἀλλ’ ὅμως ἐσπούδαζαν νὰ ἀποκτήσουν καὶ ταύτην διὰ νὰ βοηθήσουν τὴν Ἐκκλησίαν μας, νὰ ἐκριζώσουν ἀπὸ τὸν σῖτον τὰ ζιζάνια· προσεπάθησαν, καθ’ ὑπερβολήν, νὰ περάσουν τοὺς παλαιούς, νὰ φανοῦν τιμιώτεροι· καὶ οὕτως ἐγένετο μὲ τὸν πολύν των κόπον καὶ μὲ τὴν θείαν βοήθειαν, καθὼς ἀπὸ τὰ συγγράμματά των φαίνεται· ὅτι εἰς τὰ γραμματικὰ δὲν τοὺς ἐλάνθανε τίποτε, οὔτε μέτρα ἐπιστήμης ἢ τρόποι καὶ σκοποὶ τῆς ποιητικῆς, οὔτε πλῆθος ἱστοριῶν καὶ εὐγλωττία πολιτικῶν λέξεων. Τῆς ρητορικῆς δὲ τὴν εὐταξίαν καὶ τὸ κάλλος τῆς φράσεως ἐδιάλεξαν, ἀπορρίψαντες τὸ ψεῦδος ὡς μάταιον· τὴν δὲ ἠθικὴν φιλοσοφίαν καὶ ὅση εἶναι εἰς τὰ δόγματα τοσοῦτον ἐσπούδασαν, ὥστε ὑπερέβησαν ἅπαντας· οὕτω καὶ τὰς ἄλλας ἐπιστήμας ἀρκετῶς ἐσπούδασαν, ἀριθμητικήν, λέγω, γεωμετρίαν, μουσικὴν καὶ ἀστρονομίαν, διὰ νὰ γίνωσι διδάσκαλοι τέλειοι. Καὶ τότε ὁ μὲν Βασίλειος ἐγύρισεν εἰς τὸν τόπον του, τὸν δὲ Γρηγόριον δυναστικῶς οἱ Ἀθηναῖοι ἐκράτησαν καὶ κατὰ πολλὰ τὸν ἐτίμησαν, καθίζοντες αὐτὸν εἰς τὸν σοφιστικὸν θρόνον, διότι ὠρέγοντο τὴν σοφίαν καὶ εὐγλωττίαν του καὶ τὴν θαυμασίαν πολιτείαν του καὶ εἶχον πόθον νὰ μάθουν τὰ ἤθη του.