θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἐπίστευε καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἀγνώστους ἀνθρώπους εἰς ἀπώλειαν ἔφερεν. Εἰς αὐτὴν τὴν Ἁγίαν Σύνοδον ἐκάθησαν ἑκατὸν πεντήκοντα Ἅγιοι Πατέρες, ἔχοντες Ἐξάρχους μεταξὺ τῶν Ἁγίων, ἐκτὸς τοῦ Ἁγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοὺς Πατριάρχας Ἁλεξανδρείας Τιμόθεον, Ἱεροσολύμων Κύριλλον καὶ Ἀντιοχείας Μελέτιον, ὁ ὁποῖος ἦτο ἄνθρωπος εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος· αὐτὸν ἐξώρισαν ἀπὸ τὸν θρόνον του οἱ Ἀρειανοὶ πρωτύτερα καὶ ἔπαθε διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ πολλὰ βάσανα, ἐπειδὴ ἦτο δίκαιος καὶ ἄμεμπτος. Τότε μὲ τὴν συμβουλὴν καὶ πρόσταξιν πάντων ἀπεφάσισεν ἡ Σύνοδος νὰ ἔχῃ τὸν θρόνον του ὁ Γρηγόριος. Κατ’ ἐκείνας δὲ τὰς ἡμέρας ἐκοιμήθη ἐκεῖ εἰς τὴν πόλιν οὗτος ὁ μέγας τὴν ἀρετὴν Μελέτιος καὶ τὸν ἐνεταφίασαν μὲ πολλὴν τιμὴν καὶ εὐλάβειαν. Μετὰ τοῦτο ἦλθον καὶ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν καὶ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, οἵτινες ὡς ἄνθρωποι καὶ αὐτοὶ ἐσκανδαλίσθησαν καὶ ἠναντιοῦντο, διότι ἐκάθησαν εἰς τὸν θρόνον τὸν Ἅγιον Γρηγόριον, χωρὶς νὰ τοὺς ἐρωτήσουν καὶ αὐτούς.
Βλέπων λοιπὸν ὁ Ἅγιος ὅτι ἐφιλονικοῦσαν μεταξύ των οἱ Ἀρχιερεῖς δι’ αὐτὸν καὶ ἔκαμνον σύγχυσιν, ἐστάθη εἰς το μέσον τῆς Συνόδου καὶ τοὺς λέγει· «Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, ἐὰν τοὺς ἄλλους διδάσκετε νὰ εἰρηνεύουν, διατί σεῖς νὰ μάχεσθε; ἐὰν εἶμαι ἐγὼ ἡ αἰτία τοῦ σκανδάλου, σᾶς παρακαλῶ νὰ μὲ ἐβγάλετε ὄχι μόνον ἀπὸ τὸν θρόνον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν κόσμον, νὰ μὲ ποντίσετε ὡς τὸν Ἰωνᾶν εἰς τὴν θάλασσαν· μόνον εἰρηνεύετε καὶ μὴ κάμνετε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν σύγχυσιν· λυπηθῆτε τοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους, τοὺς ὁποίους ὑπέμεινα νὰ τὴν εἰρηνεύσω καὶ κυβερνήσατέ την ὡς δύνασθε· καὶ σᾶς εὐχαριστῶ ἐπ’ ἀληθείας, διότι μὲ λυτρώνετε ἀπὸ φροντίδας καὶ συγχύσεις, νὰ περάσω τὸ γῆράς μου εἰς τὴν ἡσυχίαν καθὼς ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή μου ἀμέριμνα». Ταῦτα ἀφοῦ εἶπεν ὁ Ἅγιος, οἱ μὲν Ἀρχιερεῖς ἔμειναν ὡς σκυθρωποὶ ἀπὸ τὴν ἐντροπήν των, αὐτὸς δὲ ἐξερχόμενος ἀπὸ τὴν Σύνοδον, ἐπῆγεν εἰς τὸν βασιλέα καὶ τοῦ λέγει· «Εἰς σὲ μέν, ὦ κράτιστε βασιλεῦ, δι’ ὅσα καλὰ κατώρθωσες εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εὔχομαι πλουσίαν τὴν ἐκ τοῦ Κυρίου ἀνταπόδοσιν, τὴν χάριν δὲ τὴν ὁποίαν ζητῶ τῆς βασιλείας σου, δέομαί σου νὰ μοῦ δώσῃς διὰ τὸν Κύριον· δὲν σοῦ ζητῶ πλοῦτον καὶ πράγματα πρόσκαιρα, μόνον νὰ μὲ συγχωρήσῃς ν’ ἀναχωρήσω ἀπὸ τὰ σκάνδαλα, νὰ παύσῃ ὁ φθόνος, νὰ εἰρηνεύσουν οἱ Ἀρχιερεῖς, νὰ εὕρω καὶ ἐγὼ ἀπὸ τοὺς μεγάλους μου κόπους ὀλίγην ἄνεσιν». Ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ ὅλη ἡ Σύγκλητος, ἀπὸ τὴν πολλὴν ἀγάπην ποὺ τοῦ εἶχον, ἐπικράνθησαν· διὰ νὰ μὴ τὸν λυπήσουν ὅμως τὸν ἄφησαν καὶ ἔφυγε.