Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας τοῦ Μεγάλου.

Τί ὅμως ἐπηκολούθησεν; Ἀκούσατε τὴν ἄπειρον δύναμιν τοῦ Θεοῦ πῶς ἐνήργησε τὴν ὥραν ἐκείνην· τοῦ μὲν γραφέως, ὅστις ἐπρόκειτο νὰ γράψῃ τὴν ἐξορίαν τοῦ Ἁγίου, παρέλυσεν ἡ χείρ, τοῦ δὲ βασιλέως ὁ υἱός, παιδίον ὢν, τόσον βαρέως ἠσθένησεν, ὥστε ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ. Τότε ἰδὼν ταῦτα ὁ βασιλεὺς καὶ γνωρίσας, ὅτι δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ ἐξορισθῇ ὁ Ἅγιος, διεμήνυσεν εἰς αὐτὸν νὰ ἔλθῃ νὰ κάμῃ προσευχὴν ἄνωθεν τοῦ παιδίου. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! καὶ μόνον ὅτε τὸ εἶδεν ὁ Ἅγιος, παρευθὺς ἐκεῖνο ἰάθη. Ὄχι δὲ μόνον τὸν υἱὸν τοῦ βασιλέως ἰάτρευσεν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔπαρχον Μόδεστον, κινδυνεύοντα καὶ τοῦτον νὰ ἀποθάνῃ, μετ’ ὀλίγον ἰάτρευσεν ἐκ τῆς ἀσθενείας ὁ Μέγας Βασίλειος. Ταῦτα ἰδὼν ὁ βασιλεὺς καὶ θαυμάσας τὴν ἀρετὴν τοῦ Ἁγίου ἐπέστρεψεν εἰς τὸν θρόνον αὐτοῦ.

Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἄρχων τις τοῦ βασιλέως, συγκάθεδρος τοῦ ἐπάρχου Μοδέστου, ἐβίαζεν ἀρχόντισσαν τινα χήραν, ἀπὸ τὴν Καισάρειαν, νὰ τὸν ὑπανδρευθῇ. Ἐκείνη δέ, θέλουσα νὰ γίνῃ Μοναχή δὲν ἐδέχετο καθόλου τοὺς λόγους αὐτοῦ· νικώμενος δὲ ὁ ἄρχων ὑπὸ τοῦ ἔρωτος, ἔστειλεν ὑπηρέτας νὰ τὴν φέρουν διὰ τῆς βίας. Τοῦτο μαθοῦσα ἐκείνη κατέφυγεν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Μητροπόλεως καὶ εἰσελθοῦσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκράτει τὸ ἅγιον Δισκοπότηρον διὰ νὰ μὴ τὴν σύρῃ τις. Ἀκούσας δὲ ὁ ἔπαρχος Μόδεστος, ὃτι προσέφυγεν ἡ γυνὴ εἰς τὴν Μητρόπολιν καὶ θέλων νὰ κατηγορήσῃ τὸν Ἅγιον, ἔστειλεν ἀνθρώπους νὰ ἐρευνήσουν κάτωθεν τῆς κλίνης αὐτοῦ, δῆθεν νὰ τὴν εὕρουν· ὄχι δὲ μόνον τοῦτο νὰ κάμουν, ἀλλὰ καὶ τὸν Ἅγιον νὰ φέρωσι δεδεμένον, ὡς τάχα εὑρόντες τὴν γυναῖκα εἰς τὸ κελλίον του. Ταῦτα ὡς ἔμαθον οἱ Χριστιανοί, ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, ὥρμησαν κατὰ τοῦ Μοδέστου νὰ τὸν φονεύσουν ὡς αἱρετικὸν καὶ συκοφάντην τοῦ Ἁγίου· καὶ ἀληθῶς θὰ τὸν ἐφόνευον, ἐὰν ὁ Ἅγιος δὲν κατεπράϋνε τὴν ὀργὴν τοῦ λαοῦ. Αἰσχυνθεὶς λοιπὸν ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης ὁ Μόδεστος, ἀλλὰ καὶ φοβηθεὶς τὴν ὀργὴν τοῦ λαοῦ, ἀφῆκεν ἥσυχον τὸν Ἅγιον.

Ὁ δὲ ἐχθρὸς τῆς ἀληθείας διάβολος, βλέπων τὴν Ὀρθοδοξίαν πληθυνομένην εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῆς Καππαδοκίας, τὴν ὁποίαν ἐκυβέρνα ὁ Ἅγιος, ἰδοὺ τί ἐμηχανεύθη. Ὁ βασιλεὺς Οὐάλης ἠθέλησε νὰ χωρίσῃ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Καππαδοκίας εἰς δύο ἐπαρχίας καὶ οὕτω νὰ εἶναι δύο ἔπαρχοι καὶ δύο κριταὶ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. Καὶ ὁ μὲν εἷς νὰ ἔχῃ τὴν ἕδραν του εἰς τὴν Καισάρειαν, ὁ δὲ ἕτερος εἰς τὰ Τύανα. Μαθόντες τοῦτο οἱ Ἐπίσκοποι, ὅσοι ἦσαν εἰς τὸν τόπον τῶν Τυάνων, τινὲς δὲ ἐκ τούτων αἱρετικοὶ ὄντες, ἐφιλονείκουν, συχνάκις μετὰ τοῦ Ἁγίου, διότι ἤθελον νὰ ἀναδείξουν δεύτερον Μητροπολίτην εἰς Τύανα καὶ νὰ χωρίσουν τὴν


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου Νύσσης βλέπε ἐν τῷ ἀνὰ χεῖρας τόμῳ Ἰανουαρίου Ιʹ (10).

[2] Τῆς Ὁσίας Μακρίνης τὸν κατὰ πλάτος θαυμάσιον Βίον συγγεγραμμένον ἀπὸ τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς Ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης βλέπε εἰς τὴν 19ην Ἰουλίου τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Ζʹ. Ἐκεῖ βλέπε καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Ναυκρατίου δηλαδὴ καὶ τοῦ Πέτρου.

[3] Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τελεῖται κατὰ τὰς πέντε πρώτας Κυριακὰς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Πέμπτην, τὸ Μέγα Σάββατον, τὴν παραμονὴν τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, τὴν παραμονὴν τῶν Φώτων καὶ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

[4] Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπεν ἡμῖν πολλὰ καὶ σπουδαιότατα συγγράμματα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν πολυτιμοτάτην καὶ πλουσιωτάτην πηγὴν δι’ ἐκεῖνον, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ κατανοήσῃ τὴν οὐσίαν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ ἐνσαρκώσῃ τὸν ἰδανικὸν τύπον τοῦ καλοῦ Χριστιανοῦ. Τὰ ἔργα τοῦ Μεγάλου τούτου Πατρὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου δυνάμεθα νὰ τὰ κατατάξωμεν εἰς δέκα γενικὰς κατηγορίας. Ἤτοι: Αʹ Λειτουργικά. Βʹ Δογματικά. Γʹ Ἑρμηνευτικὰ εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Δʹ Λόγοι εἰς διαφόρους ἑορτὰς Ἁγίων Μαρτύρων. Εʹ Παιδαγωγικά. Ϛʹ Ἠθικαὶ πρακτικαὶ ὁμιλίαι. Ζʹ Ἀσκητικά. (Πρόκειται, κυρίως περὶ συλλογῆς συγγραμμάτων, ἀναφερομένων εἰς τὸ περιεχόμενον καὶ τὴν ὀργάνωσιν τοῦ Μοναχικοῦ βίου. Εἰς τὴν συλλογὴν ὅμως αὐτήν, κατ’ ἐπέκτασιν, ἐξετάζονται καὶ ζητήματα, σχετιζόμενα μὲ τὴν ἐφαρμογὴν εἰς τὸν βίον τῆς κατὰ Χριστὸν Ἠθικῆς). Ὁ Μ. Βασίλειος διὰ τῶν δύο συγγραμμάτων, («Ὅροι κατὰ πλάτος» καὶ «Ὅροι κατ’ ἐπιτομὴν») ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐξαίρει τὴν ὑπεροχὴν τοῦ Κοινοβιακοῦ συστήματος τοῦ Μοναχικοῦ βίου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διατυπώνει τὰς βασικὰς ἀρχὰς ὀργανώσεως τῶν Κοινοβίων. Θὰ ἠδύνατο κανεὶς νὰ εἴπῃ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεμελιωτὴς τοῦ Κοινοβιακοῦ συστήματος, δι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὁ μεγάλος θεωρητικὸς καὶ πρακτικὸς Πατὴρ τοῦ Κοινοβιακοῦ πολιτεύματος. Βαθυτάτη δὲ πρέπει νὰ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ πρὸς τὸν Μ. Βασίλειον διὰ τὴν ὀργάνωσιν αὐτήν. Ηʹ Ἐπιστολαί. Ὁ Μέγας Βασίλειος συνέγραψε, ὡσαύτως, περὶ τὰς 366 ἐπιστολὰς πρὸς διαφόρους καὶ ἐπὶ διαφόρων ζητημάτων. Αἱ ἐπιστολαὶ αὗται ἀποκαλύπτουν «τὴν λεπτότητα τοῦ πνεύματος, τὴν ἔξοχον πολυμάθειαν καὶ τὴν καταπλήσσουσαν πολυμέρειαν τοῦ ἀνδρὸς» καὶ διακρίνονται «οὐ μόνον ἀπὸ ἀπόψεως περιεχομένου, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν χάριν καὶ τελειότητα τοῦ ὕφους» (Πατρολογία Δ. Μπαλάνου σελ. 301). Θʹ Οἱ Κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἡ Ἁγία Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος περιέβαλε μὲ Οἰκουμενικὸν κῦρος καὶ ὡρισμένας διατάξεις τοῦ Μ. Βασιλείου, περιεχομένας εἰς τὰς ἐπιστολάς του κυρίως καὶ ἀναφερομένας εἰς τὸν καταλογισμὸν διαφόρων ἁμαρτημάτων, ὡς καὶ εἰς τὰ ἐπιβαλλόμενα ἐπιτίμια εἰς τοὺς διαπράξαντας αὐτά. Αἱ διατάξεις αὐταὶ ἀποτελοῦν τοὺς 92 Κανόνας τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ περιλαμβάνονται εἰς τὸ Ἱερὸν Πηδάλιον. Καὶ Ιʹ Φιλοκαλία. Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅταν ἐμόναζεν εἰς τὸν Πόντον, μαζὶ μὲ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, ἀνθολόγησαν ὡρισμένας σκέψεις ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὠριγένους (τοῦ ὁποίου τὰ συγγράμματα δὲν εἶχον ἀκόμη καταδικασθῆ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας) καὶ συνέγραψαν τὴν Φιλοκαλίαν.

[5] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἑορταζομένου κατὰ τὴν 25ην τοῦ παρόντος Ἰανουαρίου.

[6] Εἰς τὸν Ἅγιον Βασίλειον 24 Οἴκους ἐποίησεν ὁ Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.