Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας τοῦ Μεγάλου.

Πεῖνα ἐγένετό ποτε μεγάλη εἰς τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Ἁγίου καὶ τοσαύτη, ὥστε πολλοὶ ἀπέθνῃσκον ἀπὸ τὴν στέρησιν τῆς τροφῆς. Τί λοιπὸν ἔπραξεν ὁ Ἅγιος; Βλέπων τοὺς ἄρχοντας ὅτι φυλάττουσι τὸν σῖτον εἰς τὰς ἀποθήκας καὶ δὲν τὸν δίδουσιν εἰς τοὺς πτωχούς, ἐλυπεῖτο διὰ τὴν σκληρότητα τῶν ἀρχόντων, διότι ἄλλη ἀπανθρωπία δὲν εἶναι μεγαλυτέρα εἰς τοιοῦτον καιρόν, νὰ μὴ θέλουσιν οἱ πλούσιοι νὰ πωλῶσι τὸν σῖτον, ἀλλὰ νὰ ἀναμένωσι καιρὸν διὰ νὰ κερδίσωσι περισσότερα χρήματα. Διὰ τοῦτο λέγει ὁ σοφὸς Σολομῶν, εἰς τὸ ιαʹ (11) κεφάλαιον τῶν Παροιμιῶν· «Ὁ συνέχων σῖτον, ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι»· καὶ πάλιν ἀλλαγοῦ «Ὁ ταμιουλκῶν σῖτον, δημοκατάρατος». Δὲν γνωρίζουσιν οἱ ἄθλιοι, ὃτι, ὅσον ἀναμένουν καιρὸν ἀκριβώτερον διὰ νὰ θησαυρίσουν καὶ στενοχωροῦνται οἱ πτωχοί, τοσοῦτον πληθύνουσι πρὸς ἑαυτοὺς τὴν ἀγανάκτησιν τοῦ Θεοῦ· διότι εἶναι ἄλλο τι χειρότερον ἀπὸ τοῦ νὰ ἀποκρύπτωσιν αὐτοὶ τὸν σῖτον καὶ νὰ πραγματεύωνται τὴν στενοχωρίαν τῶν πτωχῶν, οἱ δὲ Χριστιανοὶ νὰ στενοχωροῦνται καὶ νὰ πεινῶσι; Πῶς νὰ ὀνομάσῃ τις τοὺς τοιούτοις Χριστιανούς; Πῶς νὰ τοὺς καλέσῃς; Ἁπλῶς μόνον ἀνθρώπους ἢ νὰ τοὺς εἴπῃς ἀγριωτέρους τῶν θηρίων; Διότι τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἴδιον νὰ μὴ λυποῦνται τοὺς ὁμοφύλους των, τὰ δὲ θηρία, ἂν καὶ εἶναι ἄγρια, ὅμως λυποῦνται τὰ ὅμοιά των.

Τοιοῦτοι περίπου ἦσαν τὸν καιρὸν ἐκεῖνον οἱ ἄρχοντες τῆς Καισαρείας· ἐδίδασκεν ὅθεν αὐτοὺς καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ὁ Ἅγιος περὶ ἐλεημοσύνης, τοὺς ἐνουθέτει, τοὺς παρεκάλει, συνέγραφε λόγους, ὑπενθύμιζε τὴν φιλοξενίαν τοῦ Ἀβραάμ, τὴν ξενοδοχίαν τοῦ Λὼτ καὶ τὸ πῶς διέθρεψε τοὺς Αἰγυπτίους ὁ πάγκαλος Ἰωσήφ. Τότε μάλιστα συνέγραψε καὶ τοὺς λόγους οἵτινες εὑρίσκονται καὶ ἐπιγράφονται εἰς τὸ «Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω». Ταῦτα ποιῶν καὶ λέγων ὁ Ἅγιος, μετὰ βίας κατέπεισεν αὐτοὺς νὰ ἀνοίξωσι τὰς ἀποθήκας· καὶ τότε, μιμούμενος τὸν Δεσπότην Χριστόν, ὅστις ἔνιψε τοὺς πόδας τῶν Μαθητῶν Του, μόνος ὑπηρέτει εἰς τὴν διανομὴν τοῦ σίτου, μόνος ἔβραζε τὰ ὄσπρια, μόνος ἐμοίραζεν εἰς τοὺς πτωχοὺς τὴν τροφὴν καὶ οὕτω ποιῶν ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας ἐθεράπευσε τὴν συμφορὰν ἐκείνης τῆς πείνης.

Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν Ἰουλιανὸς ὁ μιαρώτατος καὶ ἀσεβέστατος βασιλεύς, θέλων νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ μέρη τῆς Περσίας, ἦλθε πλησίον τῆς πόλεως Καισαρείας, ὁ δὲ Ἅγιος Βασίλειος, γνωρίζων αὐτὸν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, διότι, ὡς εἴπομεν, ἐσπούδαζον ἐκεῖ ὁμοῦ, προσέτι δὲ τιμῶν αὐτὸν ὡς βασιλέα, παρέλαβε τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ προϋπήντησεν αὐτόν. Μὴ ἔχων δὲ ἄλλο δώρημα νὰ προσφέρῃ εἰς τὴν βασιλικὴν συνοδείαν, προσέφερε κατ’ ἀπαίτησιν τοῦ


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου Νύσσης βλέπε ἐν τῷ ἀνὰ χεῖρας τόμῳ Ἰανουαρίου Ιʹ (10).

[2] Τῆς Ὁσίας Μακρίνης τὸν κατὰ πλάτος θαυμάσιον Βίον συγγεγραμμένον ἀπὸ τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς Ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης βλέπε εἰς τὴν 19ην Ἰουλίου τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Ζʹ. Ἐκεῖ βλέπε καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Ναυκρατίου δηλαδὴ καὶ τοῦ Πέτρου.

[3] Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τελεῖται κατὰ τὰς πέντε πρώτας Κυριακὰς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Πέμπτην, τὸ Μέγα Σάββατον, τὴν παραμονὴν τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, τὴν παραμονὴν τῶν Φώτων καὶ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

[4] Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπεν ἡμῖν πολλὰ καὶ σπουδαιότατα συγγράμματα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν πολυτιμοτάτην καὶ πλουσιωτάτην πηγὴν δι’ ἐκεῖνον, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ κατανοήσῃ τὴν οὐσίαν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ ἐνσαρκώσῃ τὸν ἰδανικὸν τύπον τοῦ καλοῦ Χριστιανοῦ. Τὰ ἔργα τοῦ Μεγάλου τούτου Πατρὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου δυνάμεθα νὰ τὰ κατατάξωμεν εἰς δέκα γενικὰς κατηγορίας. Ἤτοι: Αʹ Λειτουργικά. Βʹ Δογματικά. Γʹ Ἑρμηνευτικὰ εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Δʹ Λόγοι εἰς διαφόρους ἑορτὰς Ἁγίων Μαρτύρων. Εʹ Παιδαγωγικά. Ϛʹ Ἠθικαὶ πρακτικαὶ ὁμιλίαι. Ζʹ Ἀσκητικά. (Πρόκειται, κυρίως περὶ συλλογῆς συγγραμμάτων, ἀναφερομένων εἰς τὸ περιεχόμενον καὶ τὴν ὀργάνωσιν τοῦ Μοναχικοῦ βίου. Εἰς τὴν συλλογὴν ὅμως αὐτήν, κατ’ ἐπέκτασιν, ἐξετάζονται καὶ ζητήματα, σχετιζόμενα μὲ τὴν ἐφαρμογὴν εἰς τὸν βίον τῆς κατὰ Χριστὸν Ἠθικῆς). Ὁ Μ. Βασίλειος διὰ τῶν δύο συγγραμμάτων, («Ὅροι κατὰ πλάτος» καὶ «Ὅροι κατ’ ἐπιτομὴν») ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐξαίρει τὴν ὑπεροχὴν τοῦ Κοινοβιακοῦ συστήματος τοῦ Μοναχικοῦ βίου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διατυπώνει τὰς βασικὰς ἀρχὰς ὀργανώσεως τῶν Κοινοβίων. Θὰ ἠδύνατο κανεὶς νὰ εἴπῃ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεμελιωτὴς τοῦ Κοινοβιακοῦ συστήματος, δι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὁ μεγάλος θεωρητικὸς καὶ πρακτικὸς Πατὴρ τοῦ Κοινοβιακοῦ πολιτεύματος. Βαθυτάτη δὲ πρέπει νὰ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ πρὸς τὸν Μ. Βασίλειον διὰ τὴν ὀργάνωσιν αὐτήν. Ηʹ Ἐπιστολαί. Ὁ Μέγας Βασίλειος συνέγραψε, ὡσαύτως, περὶ τὰς 366 ἐπιστολὰς πρὸς διαφόρους καὶ ἐπὶ διαφόρων ζητημάτων. Αἱ ἐπιστολαὶ αὗται ἀποκαλύπτουν «τὴν λεπτότητα τοῦ πνεύματος, τὴν ἔξοχον πολυμάθειαν καὶ τὴν καταπλήσσουσαν πολυμέρειαν τοῦ ἀνδρὸς» καὶ διακρίνονται «οὐ μόνον ἀπὸ ἀπόψεως περιεχομένου, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν χάριν καὶ τελειότητα τοῦ ὕφους» (Πατρολογία Δ. Μπαλάνου σελ. 301). Θʹ Οἱ Κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἡ Ἁγία Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος περιέβαλε μὲ Οἰκουμενικὸν κῦρος καὶ ὡρισμένας διατάξεις τοῦ Μ. Βασιλείου, περιεχομένας εἰς τὰς ἐπιστολάς του κυρίως καὶ ἀναφερομένας εἰς τὸν καταλογισμὸν διαφόρων ἁμαρτημάτων, ὡς καὶ εἰς τὰ ἐπιβαλλόμενα ἐπιτίμια εἰς τοὺς διαπράξαντας αὐτά. Αἱ διατάξεις αὐταὶ ἀποτελοῦν τοὺς 92 Κανόνας τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ περιλαμβάνονται εἰς τὸ Ἱερὸν Πηδάλιον. Καὶ Ιʹ Φιλοκαλία. Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅταν ἐμόναζεν εἰς τὸν Πόντον, μαζὶ μὲ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, ἀνθολόγησαν ὡρισμένας σκέψεις ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὠριγένους (τοῦ ὁποίου τὰ συγγράμματα δὲν εἶχον ἀκόμη καταδικασθῆ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας) καὶ συνέγραψαν τὴν Φιλοκαλίαν.

[5] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἑορταζομένου κατὰ τὴν 25ην τοῦ παρόντος Ἰανουαρίου.

[6] Εἰς τὸν Ἅγιον Βασίλειον 24 Οἴκους ἐποίησεν ὁ Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.