Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας τοῦ Μεγάλου.

Ὡς χάριν παραδείγματος ἡ μάχαιρα, ἡ ὁποία, ἐὰν μὲν τύχῃ εἰς ἄνθρωπον ὅστις τὴν χρησιμοποιεῖ διὰ καλόν, δηλαδὴ νὰ κόπτῃ ἄρτον ἢ νὰ κάμνῃ ἄλλην τινὰ ἐργασίαν, λέγεται καὶ ἐκείνη καλή, ἂν δὲ τὴν ἔχῃ τις διὰ νὰ σφάττῃ ἀνθρώπους, τότε λέγεται κακή· ὄχι διότι ἡ μάχαιρα κατὰ τὴν φύσιν της εἶναι καλὴ ἢ κακή, ἐπειδὴ εἶναι ἄψυχον πρᾶγμα καὶ προαίρεσιν δὲν ἔχει, ἀλλὰ διότι κατὰ πῶς τὴν χειρισθῇ ὁ ἄνθρωπος, ὁ λογικὸς καὶ αὐτοπροαίρετος, ὑπηρετεῖ καὶ ἐκείνη. Οὕτως εἶναι καὶ ἡ μάθησις· ὄργανον τὴν ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἵνα ἐννοήσωσι τὰ ποιήματά του· ὅταν δὲ ὁ ἄνθρωπος τὴν χρειασθῇ εἰς αἱρέσεις ψευδεῖς, τότε οὐχὶ ὁ Θεός, ὅστις τὴν ἔδωκε, λέγεται αἴτιος τοῦ κακοῦ, καθὼς οὔτε ὁ τεχνίτης, ὁ ὁποῖος ἔκαμε τὴν μάχαιραν, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος, ὅστις θὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ διὰ τὸ κακόν, ἐκεῖνος ἔχει τὴν κατηγορίαν, ἡ δὲ μάθησις, ὡς ὄργανον, εἶναι ἀκατηγόρητος.

Ταύτην λοιπὸν τὴν ἑλληνικὴν σοφίαν ἐπιθυμήσας νὰ σπουδάσῃ ὁ Ἅγιος μετέβη πρῶτον εἰς τὸ Βυζάντιον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ νῦν ὀνομαζομένη Κωνσταντινούπολις, διότι ἦσαν πολλοὶ σοφοὶ τότε ἐκεῖ· ἔπειτα δέ, τελειοτέρας διδασκαλίας ἐπιθυμῶν, ἦλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας, διότι τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρίσκοντο εἰς αὐτὰς οἱ πρῶτοι σοφοὶ καὶ διδάσκαλοι τῶν Ἑλλήνων. Εἰς αὐτὰς ἦτο τότε καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅστις ἐσπούδαζεν, ὡς καὶ ὁ παραβάτης Ἰουλιανός, ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσε μετὰ ταῦτα, ὁ σοφιστὴς Λιβάνιος καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ διαφόρους τόπους. Τοσαύτην δὲ ἀρετὴν εἶχεν ὁ Ἅγιος εἰς τὰς Ἀθήνας κατὰ τὸν καιρὸν ὅτε ἐδιδάσκετο, ὥστε, ὅσον καιρὸν διέμεινεν, οὔτε κρέας ἔφαγεν, οὔτε ὀψάριον, οὔτε ἄλλο ἄρτυμα, οὔτε οἶνον ἔπιε· διετρέφετο δὲ, μόνον δι’ ἄρτου καὶ ὕδατος καὶ δι’ ἡμέρων λαχάνων, ὥστε καὶ ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, Εὔβουλος καλούμενος, σοφὸς ὢν καὶ ἄριστος τῶν ἐν Ἀθήναις φιλοσόφων, βλέπων τὴν τοσαύτην ἐγκράτειαν καὶ σωφροσύνην τοῦ Ἁγίου, ἐθαύμαζεν ἐκπληττόμενος. Λέγουσι δὲ ὅτι μετὰ ταῦτα αὐτὸς ὁ Εὔβουλος ἐγένετο Χριστιανός, διὰ παραινέσεως τοῦ Ἁγίου.

Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον σπουδάσας ἅπασαν τὴν φιλοσοφίαν τῶν Ἑλλήνων, ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ καὶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, πρῶτον μὲν διὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸν Πανάγιον καὶ Ζωηφόρον Τάφον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δεύτερον δὲ διὰ νὰ βαπτισθῇ εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, ἐπειδή, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, δὲν ἐβαπτίζοντο ὃταν ἦσαν μικρὰ παιδία οἱ Χριστιανοί, ἀλλ’ ὅταν ἐγίνοντο τριάκοντα χρόνων. Τυχὼν δὲ τοῦ ποθουμένου, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἐκεῖ διατρίβων ἐχειροτονήθη Διάκονος ὑπὸ τοῦ τότε Πατριάρχου Ἀντιοχείας. Τότε,


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου Νύσσης βλέπε ἐν τῷ ἀνὰ χεῖρας τόμῳ Ἰανουαρίου Ιʹ (10).

[2] Τῆς Ὁσίας Μακρίνης τὸν κατὰ πλάτος θαυμάσιον Βίον συγγεγραμμένον ἀπὸ τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς Ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης βλέπε εἰς τὴν 19ην Ἰουλίου τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Ζʹ. Ἐκεῖ βλέπε καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Ναυκρατίου δηλαδὴ καὶ τοῦ Πέτρου.

[3] Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τελεῖται κατὰ τὰς πέντε πρώτας Κυριακὰς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Πέμπτην, τὸ Μέγα Σάββατον, τὴν παραμονὴν τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, τὴν παραμονὴν τῶν Φώτων καὶ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

[4] Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπεν ἡμῖν πολλὰ καὶ σπουδαιότατα συγγράμματα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν πολυτιμοτάτην καὶ πλουσιωτάτην πηγὴν δι’ ἐκεῖνον, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ κατανοήσῃ τὴν οὐσίαν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ ἐνσαρκώσῃ τὸν ἰδανικὸν τύπον τοῦ καλοῦ Χριστιανοῦ. Τὰ ἔργα τοῦ Μεγάλου τούτου Πατρὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου δυνάμεθα νὰ τὰ κατατάξωμεν εἰς δέκα γενικὰς κατηγορίας. Ἤτοι: Αʹ Λειτουργικά. Βʹ Δογματικά. Γʹ Ἑρμηνευτικὰ εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Δʹ Λόγοι εἰς διαφόρους ἑορτὰς Ἁγίων Μαρτύρων. Εʹ Παιδαγωγικά. Ϛʹ Ἠθικαὶ πρακτικαὶ ὁμιλίαι. Ζʹ Ἀσκητικά. (Πρόκειται, κυρίως περὶ συλλογῆς συγγραμμάτων, ἀναφερομένων εἰς τὸ περιεχόμενον καὶ τὴν ὀργάνωσιν τοῦ Μοναχικοῦ βίου. Εἰς τὴν συλλογὴν ὅμως αὐτήν, κατ’ ἐπέκτασιν, ἐξετάζονται καὶ ζητήματα, σχετιζόμενα μὲ τὴν ἐφαρμογὴν εἰς τὸν βίον τῆς κατὰ Χριστὸν Ἠθικῆς). Ὁ Μ. Βασίλειος διὰ τῶν δύο συγγραμμάτων, («Ὅροι κατὰ πλάτος» καὶ «Ὅροι κατ’ ἐπιτομὴν») ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐξαίρει τὴν ὑπεροχὴν τοῦ Κοινοβιακοῦ συστήματος τοῦ Μοναχικοῦ βίου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διατυπώνει τὰς βασικὰς ἀρχὰς ὀργανώσεως τῶν Κοινοβίων. Θὰ ἠδύνατο κανεὶς νὰ εἴπῃ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεμελιωτὴς τοῦ Κοινοβιακοῦ συστήματος, δι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὁ μεγάλος θεωρητικὸς καὶ πρακτικὸς Πατὴρ τοῦ Κοινοβιακοῦ πολιτεύματος. Βαθυτάτη δὲ πρέπει νὰ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ πρὸς τὸν Μ. Βασίλειον διὰ τὴν ὀργάνωσιν αὐτήν. Ηʹ Ἐπιστολαί. Ὁ Μέγας Βασίλειος συνέγραψε, ὡσαύτως, περὶ τὰς 366 ἐπιστολὰς πρὸς διαφόρους καὶ ἐπὶ διαφόρων ζητημάτων. Αἱ ἐπιστολαὶ αὗται ἀποκαλύπτουν «τὴν λεπτότητα τοῦ πνεύματος, τὴν ἔξοχον πολυμάθειαν καὶ τὴν καταπλήσσουσαν πολυμέρειαν τοῦ ἀνδρὸς» καὶ διακρίνονται «οὐ μόνον ἀπὸ ἀπόψεως περιεχομένου, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν χάριν καὶ τελειότητα τοῦ ὕφους» (Πατρολογία Δ. Μπαλάνου σελ. 301). Θʹ Οἱ Κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἡ Ἁγία Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος περιέβαλε μὲ Οἰκουμενικὸν κῦρος καὶ ὡρισμένας διατάξεις τοῦ Μ. Βασιλείου, περιεχομένας εἰς τὰς ἐπιστολάς του κυρίως καὶ ἀναφερομένας εἰς τὸν καταλογισμὸν διαφόρων ἁμαρτημάτων, ὡς καὶ εἰς τὰ ἐπιβαλλόμενα ἐπιτίμια εἰς τοὺς διαπράξαντας αὐτά. Αἱ διατάξεις αὐταὶ ἀποτελοῦν τοὺς 92 Κανόνας τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ περιλαμβάνονται εἰς τὸ Ἱερὸν Πηδάλιον. Καὶ Ιʹ Φιλοκαλία. Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅταν ἐμόναζεν εἰς τὸν Πόντον, μαζὶ μὲ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, ἀνθολόγησαν ὡρισμένας σκέψεις ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὠριγένους (τοῦ ὁποίου τὰ συγγράμματα δὲν εἶχον ἀκόμη καταδικασθῆ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας) καὶ συνέγραψαν τὴν Φιλοκαλίαν.

[5] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἑορταζομένου κατὰ τὴν 25ην τοῦ παρόντος Ἰανουαρίου.

[6] Εἰς τὸν Ἅγιον Βασίλειον 24 Οἴκους ἐποίησεν ὁ Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.