Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας τοῦ Μεγάλου.

 Ἐκκλησίαν μετέβαινεν οὔτε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων μετέλαβεν οὔτε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ἔκαμνεν. Ἰδόντες τοῦτο Χριστιανοί τινες γείτονες εἶπον πρὸς τὴν γυναῖκα· «Γνώριζε, καλά, ὅτι ὁ σύζυγός σου δὲν εἶναι Χριστιανός». Μίαν λοιπὸν ἡμέραν εἶπεν αὕτη εἰς τὸν σύζυγόν της· «Ἔχω τὴν ὑποψίαν, ὅτι δὲν εἶσαι Χριστιανός, ἐπειδὴ παρῆλθον τόσαι Κυριακαὶ καὶ τόσαι Δεσποτικαὶ ἑορταὶ καὶ ποτὲ δὲν μετέβης εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, οὔτε διὰ νὰ προσκυνήσῃς, οὔτε διὰ νὰ κοινωνήσῃς, οὔτε νὰ κάμῃς τὸν σταυρόν σου. Ἐγὼ ὅμως νομίζουσα ὅτι εἶσαι Χριστιανός, σὲ ὑπανδρεύθην. Ἂν λοιπὸν δὲν δεχθῇς νὰ μεταβῶμεν ὁμοῦ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, θέλω σὲ ἀποχωρισθῆ».

Τότε, ὡς εἶδεν ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος, ὅτι δὲν δύναται πλέον νὰ ἀποκρύψῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔπραξεν, εἶπεν εἰς αὐτήν. «Ἐγώ, διὰ τὴν πρὸς σὲ ἀγάπην, ἠρνήθην τὸν Χριστὸν ἐγγράφως. Δὲν δύναμαι λοιπὸν νὰ εἰσέλθω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Χριστιανῶν, οὔτε νὰ κοινωνήσω». Ὡς ἤκουσε ταῦτα ἡ δυστυχὴς ἐκείνη γυνή, ἔκλαυσεν, ἐθρήνει καὶ ἐτύπτετο διὰ τὴν συμφοράν, ἥτις συνέβη εἰς αὐτήν. Ἔσπευσεν ὅθεν εἰς τὸν Ἅγιον Βασίλειον καὶ διηγήθη πρὸς αὐτὸν τὴν ὑπόθεσιν. Τότε ὁ Ἅγιος ἐκάλεσε τὸν νέον ναὶ τὸν ἠρώτησε περὶ τῶν συμβάντων, ἐκεῖνος δὲ μετὰ δακρύων ἐξωμολογήθη ὅλην τὴν ἀλήθειαν. Τότε ὁ Ἅγιος ἠρώτησε τὸν νέον· «Θέλεις νὰ μετανοήσῃς;». «Θέλω, Ἅγιε δέσποτα», ἀπήντησεν ὁ νέος, «ἀλλὰ δὲν δύναμαι, διότι ἠρνήθην ἐγγράφως τὴν πίστιν μου». «Ἄκουσόν με εἰς ὅ,τι σοῦ εἰπῶ», εἶπεν ὁ Ἅγιος. «Μὴ σὲ μέλει διὰ τὴν ἔγγραφόν σου ὁμολογίαν, διότι ἡ μετάνοια καὶ αὐτὴν ἀκόμη δύναται νὰ καταστήσῃ ἄχρηστον». «Εἰς τὸν λαιμόν σου κρέμαται ἡ ψυχή μου, Ἅγιε δέσποτα, εἶπεν ὁ νέος. Ὅ,τι προστάξῃς, θέλω πράξει». Τότε ὁ Ἅγιος ἔκλεισε τὸν νέον ἐντὸς τοῦ κελλίου καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· «Μεῖνε ἐδῶ καὶ προσεύχου, νηστεύων ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, κατόπιν δὲ θέλω ἔλθει ἐγὼ νὰ σὲ ἴδω».

Ὁ δὲ Ἅγιος κατὰ μόνας προσηύχετο καὶ ἐδέετο νηστεύων διὰ τὴν σωτηρίαν ἐκείνου. Μετὰ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν ἦλθεν ὁ Ἅγιος καὶ ἠρώτησεν αὐτόν· «Πῶς διάγεις, τέκνον μου;». Ἀπεκρίθη ὁ νέος· «εἰς μεγάλην ἀνάγκην εὑρίσκομαι, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, διότι δὲν δύναμαι νὰ ὑπομένω τὰς φωνὰς καὶ τοὺς δαρμοὺς τῶν δαιμόνων, ἐπειδή, κρατοῦντες τὴν ὁμολογίαν μου, μὲ πολεμοῦν λέγοντές μου· «Ὅσον καὶ ἂν κοπιάζῃς, δὲν θὰ δυνηθῇς νὰ ἐλαφρωθῇς, ἐπειδὴ ἡμεῖς κρατοῦμεν τὸ ἰδιόχειρον γράμμα σου». Εἶπε τότε ὁ Ἅγιος· «Μὴ φοβοῦ, τέκνον, μόνον πίστευε καὶ θέλεις σωθῆ». Ταῦτα ἀφοῦ εἶπεν ὁ Ἅγιος καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν ἄρτον καὶ ὕδωρ, τὸν ἔκλεισε πάλιν ἐντὸς τοῦ κελλίου. Μετὰ δὲ ἡμέρας τινὰς πάλιν ὁ Ἅγιος μετέβη


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου Νύσσης βλέπε ἐν τῷ ἀνὰ χεῖρας τόμῳ Ἰανουαρίου Ιʹ (10).

[2] Τῆς Ὁσίας Μακρίνης τὸν κατὰ πλάτος θαυμάσιον Βίον συγγεγραμμένον ἀπὸ τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς Ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης βλέπε εἰς τὴν 19ην Ἰουλίου τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Ζʹ. Ἐκεῖ βλέπε καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Ναυκρατίου δηλαδὴ καὶ τοῦ Πέτρου.

[3] Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τελεῖται κατὰ τὰς πέντε πρώτας Κυριακὰς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Πέμπτην, τὸ Μέγα Σάββατον, τὴν παραμονὴν τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, τὴν παραμονὴν τῶν Φώτων καὶ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

[4] Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπεν ἡμῖν πολλὰ καὶ σπουδαιότατα συγγράμματα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν πολυτιμοτάτην καὶ πλουσιωτάτην πηγὴν δι’ ἐκεῖνον, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ κατανοήσῃ τὴν οὐσίαν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ ἐνσαρκώσῃ τὸν ἰδανικὸν τύπον τοῦ καλοῦ Χριστιανοῦ. Τὰ ἔργα τοῦ Μεγάλου τούτου Πατρὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου δυνάμεθα νὰ τὰ κατατάξωμεν εἰς δέκα γενικὰς κατηγορίας. Ἤτοι: Αʹ Λειτουργικά. Βʹ Δογματικά. Γʹ Ἑρμηνευτικὰ εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Δʹ Λόγοι εἰς διαφόρους ἑορτὰς Ἁγίων Μαρτύρων. Εʹ Παιδαγωγικά. Ϛʹ Ἠθικαὶ πρακτικαὶ ὁμιλίαι. Ζʹ Ἀσκητικά. (Πρόκειται, κυρίως περὶ συλλογῆς συγγραμμάτων, ἀναφερομένων εἰς τὸ περιεχόμενον καὶ τὴν ὀργάνωσιν τοῦ Μοναχικοῦ βίου. Εἰς τὴν συλλογὴν ὅμως αὐτήν, κατ’ ἐπέκτασιν, ἐξετάζονται καὶ ζητήματα, σχετιζόμενα μὲ τὴν ἐφαρμογὴν εἰς τὸν βίον τῆς κατὰ Χριστὸν Ἠθικῆς). Ὁ Μ. Βασίλειος διὰ τῶν δύο συγγραμμάτων, («Ὅροι κατὰ πλάτος» καὶ «Ὅροι κατ’ ἐπιτομὴν») ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐξαίρει τὴν ὑπεροχὴν τοῦ Κοινοβιακοῦ συστήματος τοῦ Μοναχικοῦ βίου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διατυπώνει τὰς βασικὰς ἀρχὰς ὀργανώσεως τῶν Κοινοβίων. Θὰ ἠδύνατο κανεὶς νὰ εἴπῃ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεμελιωτὴς τοῦ Κοινοβιακοῦ συστήματος, δι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὁ μεγάλος θεωρητικὸς καὶ πρακτικὸς Πατὴρ τοῦ Κοινοβιακοῦ πολιτεύματος. Βαθυτάτη δὲ πρέπει νὰ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ πρὸς τὸν Μ. Βασίλειον διὰ τὴν ὀργάνωσιν αὐτήν. Ηʹ Ἐπιστολαί. Ὁ Μέγας Βασίλειος συνέγραψε, ὡσαύτως, περὶ τὰς 366 ἐπιστολὰς πρὸς διαφόρους καὶ ἐπὶ διαφόρων ζητημάτων. Αἱ ἐπιστολαὶ αὗται ἀποκαλύπτουν «τὴν λεπτότητα τοῦ πνεύματος, τὴν ἔξοχον πολυμάθειαν καὶ τὴν καταπλήσσουσαν πολυμέρειαν τοῦ ἀνδρὸς» καὶ διακρίνονται «οὐ μόνον ἀπὸ ἀπόψεως περιεχομένου, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν χάριν καὶ τελειότητα τοῦ ὕφους» (Πατρολογία Δ. Μπαλάνου σελ. 301). Θʹ Οἱ Κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἡ Ἁγία Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος περιέβαλε μὲ Οἰκουμενικὸν κῦρος καὶ ὡρισμένας διατάξεις τοῦ Μ. Βασιλείου, περιεχομένας εἰς τὰς ἐπιστολάς του κυρίως καὶ ἀναφερομένας εἰς τὸν καταλογισμὸν διαφόρων ἁμαρτημάτων, ὡς καὶ εἰς τὰ ἐπιβαλλόμενα ἐπιτίμια εἰς τοὺς διαπράξαντας αὐτά. Αἱ διατάξεις αὐταὶ ἀποτελοῦν τοὺς 92 Κανόνας τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ περιλαμβάνονται εἰς τὸ Ἱερὸν Πηδάλιον. Καὶ Ιʹ Φιλοκαλία. Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅταν ἐμόναζεν εἰς τὸν Πόντον, μαζὶ μὲ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, ἀνθολόγησαν ὡρισμένας σκέψεις ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ὠριγένους (τοῦ ὁποίου τὰ συγγράμματα δὲν εἶχον ἀκόμη καταδικασθῆ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας) καὶ συνέγραψαν τὴν Φιλοκαλίαν.

[5] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἑορταζομένου κατὰ τὴν 25ην τοῦ παρόντος Ἰανουαρίου.

[6] Εἰς τὸν Ἅγιον Βασίλειον 24 Οἴκους ἐποίησεν ὁ Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.