καὶ κατὰ τὸ μεσονύκτιον νὰ ὑπάγῃς εἰς ἓν μνημεῖον εἰδωλολάτρου, ὅπου, ἀφοῦ ἐπικαλεσθῇς τοὺς δαίμονας, ὓψωσον αὐτὸ εἰς τὸν ἀέρα. Τότε θὰ ἔλθωσιν οἱ δαίμονες καὶ θὰ σὲ ἁρπάσουν καὶ θὰ σὲ ὁδηγήσουν εἰς τὸν ἄρχοντά των, ἐκεῖ δὲ θέλει γίνει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπιθυμεῖς». Τὸ δὲ γράμμα ἔγραφεν οὕτω· «Ἐπειδή, ὡς αὐθέντου καὶ δεσπότου μου πρέπει νὰ ὑπηρετῶ τὴν ἐπιθυμίαν σου, τοῦ νὰ μεταστρέφω τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πιστεύουν εἰς σέ, διὰ τοῦτο σοὶ ἀποστέλλω καὶ τοῦτον τὸν νέον, ὅστις ἐτρώθη ὑπὸ ἔρωτος καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ πράξῃς τὸ θέλημά του διὰ νὰ ἔχω καὶ ἐγὼ τὴν ὑπερηφάνειαν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἵνα συντρέχωσι πρὸς ἐμέ».
Ταύτην τὴν γραφὴν ἀφοῦ ἔγραψεν, ἔδωκεν ὁ μάγος εἰς τὸν νέον. Ἐκεῖνος δέ, κατὰ την προσταγήν του, σταθεὶς ἐπὶ τοῦ μνημείου ἑνὸς εἰδωλολάτρου καὶ ἐπικαλεσθεὶς τοὺς δαίμονας, ἔρριψεν αὐτήν, εὐθὺς δὲ ἐφάνησαν πρὸ αὐτοῦ οἱ δαίμονες καὶ εἷπον· «Ἐὰν θέλῃς νὰ γίνῃ ἡ ἐπιθυμία σου, ἀκολούθει μας». Τὸν μετέφερον λοιπὸν ἐκεῖ ὅπου ἐκάθητο ὁ μιαρὸς διάβολος, ἐπὶ ὑψηλοῦ καθίσματος, περιτριγυριζόμενος ὑπὸ τῶν δαιμονίων. Ἀναγνώσας δὲ τὴν γραφὴν τοῦ μάγου, εἶπε πρὸς τὸν νέον· «Πιστεύεις εἰς ἐμέ;». Ἐκεῖνος τότε ἀπήντησε· «Ναί, πιστεύω». Ἠρώτησε πάλιν ὁ διάβολος· «Ἀρνεῖσαι τὸν Χριστόν;». «Ναί, ἀρνοῦμαι αὐτόν» εἶπεν ὁ νέος. «Ἀχάριστοι εἶσθε σεῖς οἱ Χριστιανοί, συνέχισεν ὁ διάβολος. Διότι, ὅταν σᾶς παρουσιάζεται ἀνάγκη, ἔρχεσθε πρὸς ἐμέ, ὅταν δὲ γίνῃ αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐπιθυμεῖτε, μὲ ἀρνεῖσθε καὶ μεταβαίνετε πρὸς τὸν Χριστόν, ὅστις, ἐπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος, σᾶς δέχεται. Ἀλλὰ ἀρνήθητι ἐγγράφως τὴν πίστιν σου καὶ τὸ βάπτισμα καὶ γράψε ὅτι δέχεσαι νὰ κολασθῇς αἰωνίως μετ’ ἐμοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, καὶ τότε θέλω σὲ ὑπηρετήσει».
Τότε ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος νέος, τετυφλωμένος ὑπὸ τοῦ ἔρωτος, ἔδωκεν ἐγγράφως τὴν ἄρνησιν τῆς πίστεώς του, καθὼς ἐζήτησεν ὁ δαίμων. Ἀφοῦ δὲ ἔπραξε τοῦτο, ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ αὐθέντου του, εὐθὺς δὲ ἔστειλεν ὁ διάβολος τοὺς ὑπηρέτας αὐτοῦ νὰ παρασύρουν τὴν κόρην εἰς τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ νέου. Μετά τινας δὲ ἡμέρας ἤρχισεν ἡ κόρη ἐκείνη νὰ κραυγάζῃ· «Ἢ δώσατέ μου σύζυγον τὸν τάδε δοῦλόν μας, εἰ δὲ μὴ θέλω θανατωθῆ». Ταῦτα ἀκούοντες οἱ γονεῖς αὐτῆς καθ᾽ ἑκάστην καὶ ἰδόντες ὅτι πολλάκις ὥρμησεν, ἵνα ἀπαγχονισθῇ ἐπειδὴ δὲ καί τινες φίλοι συνεβούλευσαν αὐτούς, ὅτι καλλίτερον εἶναι νὰ γίνῃ ἡ ἐπιθυμία της ἢ νὰ ἀποθάνῃ, ἀδίκως, κλαίοντες καὶ ὀδυρόμενοι ἐτέλεσαν τοὺς γάμους. Ἀφ’ ὅτου δὲ ἐγένοντο οὗτοι οἱ γάμοι, ὁ νέος οὐδέποτε οὔτε εἰς τὴν