Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΜΕΛΕΤΙΟΥ τοῦ Γαλλησιώτου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὅστις ἐχρημάτισεν ἐν ἔτει ͵ασν’ (1250).

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ὁ Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν κατήγετο ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Μαύρης θαλάσσης ἀπὸ χωρίον Θεοδότου καλούμενον. Οἱ γονεῖς του ὠνομάζοντο Γεώργιος καὶ Μαρία, οἱ ὁποῖοι ἦσαν θεοσεβεῖς, ἐνάρετοι καὶ ἐλεήμονες πολλὰ καὶ φιλόξενοι, καὶ ὅσον ἐμοίραζον ἐκεῖνοι πλουσιοπαρόχως εἰς τοὺς πτωχοὺς τὸν πλοῦτον αὐτῶν, τόσον ὁ Θεὸς τὸν ηὔξανε περισσότερον καὶ κοντὰ εἰς τὸν πλοῦτον προσέθεσεν εἰς αὐτοὺς καὶ δόξαν δημοσίαν· διότι ὁ πατὴρ τοῦ Ἁγίου ἐχρημάτισεν ἀρχιστράτηγος ὄχι ὀλίγου τάγματος βασιλικοῦ· ἡ δὲ μήτηρ αὐτοῦ ἦτο πολλὰ ἐνάρετος καὶ εὐλαβὴς εἰς τὰ θεῖα καὶ ὅλη σχεδὸν ἡ ζωή της ἦτο εὐχὴ καὶ δοξολογία εἰς τὸν Θεόν. Ὅθεν καὶ ἀπὸ τὰς ἀρετάς των ἐτρύγησαν καρπὸν καλλιτεκνίας καὶ ἐγέννησαν τὸν θαυμαστὸν τοῦτον Μελέτιον, τὸν ὁποῖον βαπτίσαντες ὠνόμασαν Μιχαήλ. Μελέτιος δὲ ὠνομάσθη ὕστερον, ὅταν ἔγινε Μοναχός, καὶ ὁμοῦ μὲ τὸ ὄνομα ἤλλαξε καὶ τὴν ζωὴν τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς μίαν μελέτην πνευματικήν, διὰ τοῦτο ἔλαβε δικαίως καὶ τὸ ὄνομα σύμφωνον μὲ τὴν ζωὴν τὴν ὁποίαν ἠκολούθει καὶ μὲ τὰ ἔργα του.

Ἀφοῦ δὲ ἐβαπτίσθη ὁ Ἅγιος, ἐδιδάχθη ὁ πατήρ του θεόθεν τὶ ἔμελλε νὰ γίνῃ, διότι εἶδε κατ’ ὄναρ, ὅτι ἦλθε πρὸς αὐτὸν εἷς ἱεροπρεπὴς καὶ σεβάσμιος ἄνθρωπος, ἀπεσταλμένος ὑπὸ τοῦ βασιλέως, καὶ τοῦ ἐζητοῦσε χρυσοῦν ἐγκόλπιον καὶ ἐξυπνήσας ἐνόησεν ὅτι τὸ ἐνύπνιον αὐτὸ ἦτο διὰ τὸν υἱόν του, ὅστις ἔμελλε τὰ γίνῃ χρυσοῦν ἐγκόλπιον, ἤτοι σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ οὐρανίου Βασιλέως καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἐζητοῦσεν ἀπὸ αὐτόν, καθ’ ὅσον ἦτο περισσότερον ἀγαπητὸς εἰς τὸν Θεὸν παρὰ εἰς τὸν κατὰ σάρκα αὐτοῦ πατέρα· διὰ τοῦτο ἔκαμνε καὶ αὐτὸς ὅλα ἐκεῖνα, ἅτινα ἐχρειάζοντο διὰ τὴν καλὴν ἀνατροφὴν τοῦ παιδίου.

Ἔβαλε λοιπὸν ὁ πατὴρ τὸν υἱόν του εἰς διδάσκαλον ἐνάρετον διὰ να μανθάνῃ τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ νὰ διδάσκεται καὶ τὴν ἀρετήν· δὲν ἠμέλει ὅμως καὶ αὐτὸς νὰ τὸν νουθετῇ εἰς τὸν οἶκόν του, καθὼς ἔχουν χρέος οἱ γονεῖς νὰ νουθετῶσι τὰ τέκνα των, παραγγέλλων νὰ κάμνῃ ὅσα εἶναι ἀρεστὰ εἰς τὸν Θεόν, προτρέπων αὐτὸν νὰ πηγαίνῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν δὶς τῆς ἡμέρας, εἰς τὸν ὄρθρον καὶ εἰς τὸν ἑσπερινόν, διὰ νὰ ἀκούῃ τὰς διδασκαλίας τῶν θείων Γραφῶν καὶ νὰ προκόπτῃ εἰς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ νέος, φρόνιμος ὢν καὶ εὔτακτος, ἔκαμνε περισσότερα ἀπὸ ὅσα παρήγγελλεν εἰς αὐτὸν ὁ πατήρ του καὶ διὰ τοῦτο ὑπερέβαινεν εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ προκοπὴν τῶν γραμμάτων ὅλους τοὺς συνομηλίκους του. Προκόπτων δὲ ὁ Ἅγιος τοιουτοτρόπως εἰς τὰ καλὰ ἔργα καὶ ἀγωνιζόμενος, βλέπει μίαν ὀπτασίαν, ἡ ὁποία τὸν προσέτασσε, καθὼς πάλαι τὸν Ἀβραάμ, νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ τοὺς συγγενεῖς του καὶ νὰ ὑπάγῃ ὅπου τὸν ὁδηγήσῃ ὁ Θεός.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε ὑποσημείωσιν σελίδων 254-255.

[2] Τοῦτον τὸν λόγον εἶπεν εἷς Ἀββᾶς, καθὼς φαίνεται εἰς τὸ Γεροντικόν, ὅμοιος δὲ μὲ τοῦτον εἶναι καὶ ὁ λόγος τὸν ὁποῖον λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Τότε καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀγωνιάσει, οὐχ ἵνα κατακριθῇ, ἀλλ’ ἐν ποίᾳ τάξει ταχθῇ».

[3] Οὗτος εἶναι Μιχαὴλ Η’ ὁ Παλαιολόγος, ἱδρυτὴς τῆς δυναστείας τῶν Παλαιολόγων, βασιλεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1260-1281.

[4] Οὗτος εἶναι Ἀνδρόνικος ὁ Β’, υἱὸς τοῦ Μιχαὴλ Η’, βασιλεύσας κατὰ τὰ ἔτη 1282-1328.