ἐθεράπευσεν ὁ Ἅγιος, ἀλείφων μὲ ἅγιον ἔλαιον καὶ ραντίζων αὐτὸ μὲ ἁγίασμα. Ὅθεν ἐξῆλθεν ὁ δαίμων καὶ τὸ παρέδωκεν εἰς τὸν πατέρα του ὑγιές, παραγγείλας νὰ μὴ φάγῃ κρέας οὔτε νὰ πίῃ οἶνον ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας. Τόσον δὲ πλῆθος δαιμονιζομένων ἰάτρευσεν ὁ Ὅσιος οὗτος, ὥστε σχεδὸν δὲν ἔχει ἀριθμόν. Καὶ οὗτος δὲ ὁ Ἀλεξανδρεὺς Μακάριος εἶδε τὸν διάβολον, καθὼς τὸν εἶδε δηλαδὴ καὶ ὁ προρρηθεὶς Αἰγύπτιος, καὶ ἐβάσταζε τὰ εἴδη καὶ ἐργαλεῖα μὲ τὰ ὁποῖα ἐπλανοῦσε τοὺς Μοναχούς. Ἐφανέρωνε δὲ ταῦτα ὁ μιαρὸς αἰνιγματωδῶς μὲ ἓν τρυπημένον φόρεμα ὅπερ ἐφόρει καὶ μέ τινα κολοκύνθια τὰ ὁποῖα ἐσήκωνεν.
Οὗτος ὁ Ὅσιος περιπατήσας ἕνα καιρὸν μακρινὴν ὁδόν, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ κηποταφεῖον τοῦ Ἰαννῆ καὶ Ἰαμβρῆ τῶν μάγων, οἵτινες ἦσαν ἐν καιρῷ τοῦ Φαραώ, διὰ νὰ ἱστορήσῃ καὶ τὸν τόπον καὶ νὰ βιάσῃ τὸ πλῆθος τῶν δαιμόνων, οἵτινες κατῴκουν ἐκεῖ, νὰ ὁμιλήσουν καὶ χωρὶς νὰ θέλουν, καὶ μὴ γνωρίζων τὴν ὁδὸν ἔβαλε σημεῖα τὰ ἀστροθέσια, καθὼς οἱ ναῦται βάλλουν σημεῖα ἄστρα τινὰ καὶ ταξιδεύουν, καὶ οὕτω διεπέρασεν ὅλην ἐκείνην τὴν ἔρημον. Λαβὼν δὲ καὶ ἕνα δεμάτι καλάμια, ἔστηνεν εἰς κάθε μίλιον ἕνα καλάμι διὰ σημεῖον νὰ εὑρίσκῃ εἰς τὴν ἐπιστροφὴν τὴν ὁδόν. Περιπατήσας λοιπὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας ἐννέα, ἐπλησίασεν εἰς τὸ κηποταφεῖον. Φθάσασα δὲ ἡ νὺξ ἐκοιμήθη ἐκεῖ πλησίον. Ὁ δὲ σατανᾶς, φθονήσας τὸν ἐρχομὸν τοῦ Ἁγίου, ἐπῆρεν ὅλοι τὰ καλάμια, τὰ ὁποῖα ἔβαλε διὰ σημεῖα ὁ Μακάριος καὶ κάμνων ἕνα δεματάκι τὸ ἔθεσε πλησίον τῆς κεφαλῆς του ὅπου ἐκοιμᾶτο καὶ ἀνεχώρησεν. Ἐξυπνήσας δὲ ὁ Ὅσιος εὗρε, τὰ ἴδια καλάμια, τὰ ὁποῖα ἔβαλεν εἰς τὴν ὁδὸν διὰ σημεῖα· γνωρίσας ὅμως τὴν πονηρίαν τοῦ σατανᾶ, δὲν ἐταράχθη. Τοῦτο δὲ ἴσως ἐσυγχωρήθη παρὰ Θεοῦ, διὰ νὰ μὴ ἔχῃ τὴν ἐλπίδα του εἰς τὴν ἀπὸ τὰ καλάμια ὁδηγίαν, ἀλλὰ εἰς τὸν Θεόν.
Καθὼς λοιπὸν ἐμβῆκεν εἰς τὸ κηποταφεῖον, ἐβγῆκαν περὶ τοὺς ἑβδομήκοντα δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ἔκαμνον διάφορα σχήματα, ἄλλοι ἐφώναζον, ἄλλοι ἐπηδοῦσαν καὶ ἄλλοι ἔτριζον τοὺς ὀδόντας μὲ πολὺν θυμὸν ἐναντίον του καὶ ἄλλοι ὡς κόρακες πτερωτοὶ τὸν ἐκτυποῦσαν εἰς τὸ πρόσωπον καὶ τοῦ ἔλεγον· «Τί θέλεις ἐδῶ, Μακάριε, πειρασμὲ τῶν καλογήρων; Μήπως ἡμεῖς ἐπήγαμεν καὶ ἠνωχλήσαμέν τινα ἀπὸ τοὺς Μοναχούς; Φθάνει ὅτι μᾶς ἐπῆρες ἐκεῖ τὴν ἔρημον, ἥτις εἶναι κατοικία ἰδική μας καὶ ὅλους τοὺς ἰδικούς μας ἀπ’ ἐκεῖ ἐδίωξες. Δὲν ἔχομεν σχέσιν μὲ σέ. Τί καταπατεῖς ἐδῶ