Τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ τοῦ Μεγάλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας ὁ κατὰ πλάτος Βίος.

Ἀπελθὼν λοιπὸν ὁ Ἄρειος εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἐπειδὴ χωρὶς τῆς ἀδείας τοῦ Πατριάρχου δὲν ἠδύνατο νὰ ποιήσῃ οὐδέν, ἐπῆγε καὶ εἰς αὐτὸν ζητῶν νὰ τὸν κατατάξῃ εἰς τὸν κλῆρόν του· ἀλλ’ ἐκεῖνος, γινώσκων ἐκ Πνεύματος Ἁγίου τὴν μιαρὰν αὐτοῦ γνώμην, ὅτι δὲν μετενόησεν ἐπ’ ἀληθείας, ἀλλὰ πλαστῶς, διὰ τὴν τιμὴν καὶ τὴν πατρίδα, δὲν ἤθελε νὰ δεχθῇ αὐτὸν παντελῶς, μάλιστα δὲ ἔγραψεν ὁμοῦ μὲ τὸν Ἀθανάσιον, Ἀρχιδιάκονον τότε ὄντα, πρὸς τὸν βασιλέα. Ἔγραψε δὲ ὅτι δὲν εἶναι δίκαιον τὸν καθαιρεθέντα ὑπὸ τῶν τιη’ (318) θεοφόρων Πατέρων νὰ τὸν δεχθῇ αὐτὸς μόνος ὡς κληρικόν του καὶ ὅτι, ὡς μὲν Χριστιανὸν ἴσως νὰ τὸν δεχθῇ, ἐπειδὴ λέγει ὅτι δέχεται τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς πρώτης Συνόδου, τὸ δὲ νὰ τὸν συγχωρήσῃ νὰ ἔχῃ καὶ τὴν ἱερωσύνην, ἄνευ τῆς γνώμης τῶν Ἀρχιερέων, οἵτινες καθῄρεσαν αὐτόν, δὲν εἶναι τοῦτο δυνατόν. Τὰ τοιαῦτα ἔγγραφα δεξάμενος ὁ βασιλεὺς καὶ πρὸς θυμὸν ἐξαφθεὶς ὑπὸ τοῦ πανούργου Εὐσεβίου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἀνταπήντησεν, ὅτι, ἐὰν δὲν ποιήσωσι, καθὼς γράφει, θέλει ἀποστείλει Ἀρχιερεῖς νὰ καθαιρέσωσι τὸν Πατριάρχην Ἀλέξανδρον καὶ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον. Ταῦτα διέταξεν ὁ βασιλεύς, οὐχὶ ὑπὸ τοῦ θυμοῦ νικώμενος οὔτε διότι ἠγάπα τὴν αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου, ἀλλὰ νομίζων ὅτι οὕτω θὰ παύσωσι τὰ σκάνδαλα τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ θὰ ὁμογνωμονήσωσιν οἱ Ἀρχιερεῖς πρὸς εἰρήνην.

Δὲν παρῆλθον πολλαὶ ἡμέραι ἀφ’ ὅτου ἔστειλεν, ὁ βασιλεὺς τὰς τοιαύτας διαταγὰς καὶ ἀπέθανεν ὁ Πατριάρχης Ἀλέξανδρος. Συναχθέντες δὲ οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Αἰγύπτου, διὰ ψήφου κανονικῆς καὶ γνώμης πάντων, ἐχειροτόνησαν τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον τὸ ἔτος τκϛ’ (326) Ἀρχιερέα καὶ ποιμένα ἑαυτῶν, μᾶλλον δὲ παντὸς τοῦ κόσμου διδάσκαλον. Ἰδόντες δὲ οἱ ἀρειανόφρονες καὶ φθονήσαντες τὴν τόσην τιμὴν τοῦ Ἁγίου, δὲν ἠδυνήθησαν νὰ κρύπτουν τὴν ἔχθραν· διότι ἕως οὗ ἔζη ὁ Ἀλέξανδρος, δὲν ἐτόλμων νὰ δείξουν φανερὰ τὴν αἵρεσίν των. Ὅτε δὲ εἶδον τὸν Ἅγιον ὅτι ἐκάθησεν εἰς τὸν θρόνον τῆς Ἀλεξανδρείας, παρευθύς, ἀναγκαζόμενοι παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτῶν τοῦ διαβόλου, ἔδειξαν εἰς τὸ φανερὸν τὴν γνώμην των καὶ δὲν ἔπαυον καθ’ ἑκάστην ἡμέραν διεγείροντες σκάνδαλα, ἔχοντες σκοπὸν νὰ ἐξορίσουν τὸν Ἅγιον ὄχι μόνον τοῦ θρόνου, ἀλλὰ καὶ τῆς πόλεως, εἰ δυνατὸν δὲ καὶ τῆς ζωῆς νὰ ἀποστερήσωσιν αὐτόν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Θ’.

[2] Βλέπε τὰ περὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἰς τὴν κα’ (21ην) Μαΐου ὅτε ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη αὐτοῦ (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Ε’).

[3] Ἡ πόλις Τρέβηροι (λατινιστὶ Augusta Trevirorum) εἶναι ἡ σημερινὴ πόλις τῆς Γερμανίας Τρὶρ (Τrier).

[4] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν 6ην Νοεμβρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΑ’).

[5] Λέγουσι δέ τινες, ὅτι αὕτη ἡ κρύψασα τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον ἦτο ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ ἡ Παρθένος, ἡ ἑορταζομένη τὴν ε’ (5ην) Ἰανουαρίου. (Βλέπε σελ. 105 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).

[6] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν 12ην Φεβρουαρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Β’).

[7] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὸν Βίον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, σελ. 35-36 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου.

[8] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν κα’ (21ην) Φεβρουαρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Β’).