Τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ τοῦ Μεγάλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας ὁ κατὰ πλάτος Βίος.

ἐναντίου βλέπῃς αὐτὸν κακὸν ἐξοδιαστὴν τῶν χρημάτων, τὰ ὁποῖα μετὰ κόπου ἐσύναξαν οἱ γονεῖς του· ὅταν εἰς ἀσελγεῖς ἔρωτας καὶ εἰς φαγοπότια καὶ συμπόσια ρίπτῃ τοὺς κόπους τῶν γονέων του, ὅταν εἶναι ὡς τὴν θάλασσαν ἀχόρταστος καὶ πάσχῃ νὰ κερδίσῃ τὰ κτήματα τῶν γειτόνων του, πῶς νὰ ἐπαινέσῃ τις τὸν τοιοῦτον; Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ μὴ βλέπωμεν μόνον τὸν πολὺν πλοῦτον καὶ νὰ ἐπαινῶμεν τὸν ἄνθρωπον, ὅστις τὸν ἔχει, ἀλλὰ νὰ στοχαζώμεθα ἐὰν μιμῆται καὶ τοὺς παλαιοὺς πλουσίους Ἁγίους. Διότι πλούσιος ἦτο καὶ ὁ Ἀβραάμ, ἀλλὰ ἦτο φιλόξενος· πλούσιος ἦτο ὁ Ἰώβ, ἀλλά, ὡς λέγει ὁ Σολομὼν εἰς τὸ κεφ. λα’ τῆς βίβλου αὐτοῦ «Ἡ θύρα αὐτοῦ παντὶ ἐρχομένῳ πτωχῷ ἀνέῳκτο»· πλούσιος ἦτο καὶ ὁ Τωβίτ, ἀλλὰ ὡς λέγει ἡ βίβλος αὐτοῦ εἰς τὸ πρῶτον κεφάλαιον, «ἐλεημοσύνας ἐποίει. Τοὺς ἄρτους αὐτοῦ ἐδίδου τοῖς πεινῶσι καὶ τὰ ἱμάτια τοῖς γυμνοῖς». Καὶ ὅμως τούτους δὲν τοὺς ἠμπόδιζεν ὁ πλοῦτος νὰ σωθῶσι, μᾶλλον δὲ καὶ ὡς ὄργανον καλὸν τὸν ἐχρειάσθησαν.

Καὶ μὴ λέγωμεν, ὅτι ὁ μὲν πλοῦτος εἶναι κακός, ἡ δὲ πενία εἶναι καλή, διότι καὶ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ πτωχεία εἶναι ὡς ὄργανά τινα εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῶν ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα, ἐὰν μὲν τὰ χρησιμοποιήσῃ τις εἰς καλόν, λέγονται καὶ ἐκεῖνα καλά, εἰ δὲ τὰ μεταχειρισθῇ εἰς κακόν, λέγονται καὶ ἐκεῖνα κακά. Ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ἡ μάχαιρα, ἥτις εἶναι ὄργανον τῆς ὑπηρεσίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν μὲν τὴν ἔχῃ τις διὰ τὴν χρείαν του νὰ κόπτῃ ἄρτον ἢ νὰ ποιῇ ἄλλην τινὰ σωματικὴν ὑπηρεσίαν, τότε ἡ μάχαιρα ἐκείνη λέγεται καλή· ἐὰν δὲ τὴν ἔχῃ διὰ νὰ σφάττῃ ἀνθρώπους, λέγεται κακή· οὐχὶ ὅτι ἡ μάχαιρα κατὰ τὴν φύσιν της εἶναι καλὴ ἢ κακή, ἐπειδὴ είναι ἄψυχον πρᾶγμα καὶ προαίρεσιν δὲν ἔχει, ἀλλὰ δι’ ὃν τρόπον τὴν μεταχειρισθῆ ὁ ἄνθρωπος ὁ λογικὸς καὶ αὐτοπροαίρετος, οὕτως ὑπηρετεῖ καὶ ἐκείνη. Οὕτως εἶναι ὁ πλοῦτος καὶ ἡ πενία, ὄργανα τὰ ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τὰ μεταχειρίζωνται εἰς καλόν. Εἰς ἄλλον μὲν δίδει πλοῦτον διὰ νὰ γίνῃ ἐλεήμων καὶ νὰ μὴ ἔχῃ πρόφασιν νὰ λέγῃ ὅτι δὲν δύναται νὰ κάμῃ ἐλεημοσύνην· εἰς ἄλλον δίδει πενίαν, διὰ νὰ ταπεινώνεται, ἐπειδὴ δὲν τὸν συμφέρει ὁ πλοῦτος. Ὅταν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος τὸν μὲν πλοῦτον τὸν χρησιμοποιῇ εἰς ἀτόπους ἐπιθυμίας, τὴν δὲ πενίαν εἰς κλοπὰς καὶ εἰς ἄλλας ἁμαρτίας, τότε οὐχὶ ὁ Θεός, ὅστις τὰ ἔδωκε, λέγεται αἴτιος τοῦ κακοῦ, οὐδὲ βέβαια καὶ ὁ τεχνίτης ὅστις ἔκαμε τὴν μάχαιραν, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος τὰ ἐχρησιμοποίησεν εἰς τὸ κακόν, ἐκεῖνος ἔχει καὶ τὴν κατηγορίαν. Ὅτι δὲ ὁ πλοῦτος εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Θ’.

[2] Βλέπε τὰ περὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἰς τὴν κα’ (21ην) Μαΐου ὅτε ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη αὐτοῦ (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Ε’).

[3] Ἡ πόλις Τρέβηροι (λατινιστὶ Augusta Trevirorum) εἶναι ἡ σημερινὴ πόλις τῆς Γερμανίας Τρὶρ (Τrier).

[4] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν 6ην Νοεμβρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΑ’).

[5] Λέγουσι δέ τινες, ὅτι αὕτη ἡ κρύψασα τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον ἦτο ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ ἡ Παρθένος, ἡ ἑορταζομένη τὴν ε’ (5ην) Ἰανουαρίου. (Βλέπε σελ. 105 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).

[6] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν 12ην Φεβρουαρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Β’).

[7] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὸν Βίον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, σελ. 35-36 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου.

[8] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν κα’ (21ην) Φεβρουαρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Β’).